Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2011

ΚΑΒΕΙΡΟΙ και ΚΑΒΕΙΡΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ


ΚΑΒΕΙΡΟΙ και ΚΑΒΕΙΡΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

Ιερό στη Σαμοθράκη

ΓΕΝΙΚΑ
Πανάρχαιες θεότητες που λατρεύονταν στην Ελλάδα από την εποχή των Πελασγών. Η προέλευσή τους και  η ετυμολογία της ονομασίας τους παραμένει αβέβαιη. Μάλλον πρόκειται για θεότητες ανατολικής προέλευσης, των οποίων η ονομασία προέρχεται, ίσως, από το σημιτικό Kabirim(=ισχυροί, μεγάλοι) κατά τον Γκρόουτ, ενώ κατά τους Βίκερ και Μάρεϋ ότι έχει ελληνική προέλευση και προέρχεται από το ρήμα καίω.
Οι Κάβειροι ήταν χθόνιοι δαίμονες που σχετίζονταν με τη φωτιά, τη κατεργασία των μετάλλων και την ευφορία της γης, ενώ προστάτευαν και τους ναυτιλομένους. Συγκεκριμένα, στην Ίμβρο και στη Θάσο ως προστάτες του τρυγητή και των τεχνών, όπως ο πατέρας τους Ήφαιστος. Στη Σαμοθράκη, κοιτίδα της λατρείας τους, τους θεωρούσαν προστάτες της ναυτιλίας.
Συχνά  ταυτίζονταν με τους Κορύβαντες, τους Διόσκουρους και άλλες θεότητες του ελληνικού πανθέου(Δήμητρα, Περσεφόνη, Άδη, Ερμή, Δία, Ήρα). Σύμφωνα με τη πιο διαδεδομένη παράδοση, πατέρας τους ήταν ο Ήφαιστος και μητέρα τους η κόρη του Πρωτέα, Καβειρώ.
Πρώτος που αναφέρει τους Καβείρους είναι ο Πίνδαρος. Οι πιστοί τους, τους χαρακτήριζαν θεούς μεγάλους, και τους λάτρευαν με μυστήρια και νυχτερινές τελετές, που οι λεπτομέρειές τους παραμένουν άγνωστες. Κατά τον Αθηνίωνα, οι Κάβειροι ήταν δύο, ο Ιασίων και ο Δάρδανος, γιοι του Διός από τη κόρη του Άτλαντος Ηλέκτρα. Χρωστούσαν το όνομά τους στο φρυγικό βουνό Κάβειρο, όπου αρχικά έμεναν. Κατά τον Μνασέα (=περιηγητής), οι Κάβειροι ήταν τρεις όπως οι Καβειρίδες Νύμφες, οι αδελφές τους, παιδιά του Ηφαίστου και της Καβειρούς, κόρης του Πρωτέως και της Αγχινόης και γεννήθηκαν στη Λήμνο.
    Οι χαρακτήρες και ο αριθμός των Καβείρων, ποίκιλαν κατά τόπους. Η λατρεία τους, μυστηριακής φύσης, ήταν διαδεδομένη κυρίως στα νησιά του Βόρειου Αιγαίου (Λήμνο, Σαμοθράκη, Ίμβρο), στη Βοιωτία αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας (περιοχή των Θηβών), όπου άκμαζαν το Καβείριο ιερό για τις θηλυκές θεότητες και το Ιερό των Καβείρων για τις αρσενικές θεότητες, καθώς επίσης και σε περιοχές της Μ. Ασίας (Μίλητος, Έφεσος). Το Ιερό των Καβείρων ή Καβείριον, βρίσκεται 25 στάδια βόρεια των Θηβαϊκών Μηιστών  Πυλών. Το 1887, η Γερμανική Αρχαιολογική Σχολή βρήκε ερείπια του ιερού, με επιγραφές, αγγεία και αγάλματα.
Στη Μακεδονία και στη Λήμνο λατρευόταν μια τριάδα, στη Θήβα ένα ζεύγος αρσενικών θεών (ο Κάβειρος και ο Παις, τους οποίους ο Απολλώνιος ο Ρόδιος(Αργοναυτικά) αναφέρει ως Δία και Διόνυσο) μαζί με τη Μεγάλη Θεά. Στη Σαμοθράκη τέσσερις : ο Αξίερος, η Αξιόκερσα, ο Αξιόκερσος (η Δήμητρα, η Περσεφόνη, και ο Πλούτωνας- Άδης, αντίστοιχα) και ένας τέταρτος δευτερεύων θεός (ο Καδμίλος ή Κασμίλος), τον οποίο ορισμένοι ταυτίζουν με τον χθόνιο ιθυφαλλικό (=θεό της γονιμότητας) Ερμή .Υπήρχε η πίστη πως οι δύο Κάβειροι σκότωσαν τον τρίτο, τον Καδμίλο και τον ανέστησε ο Ερμής, γι’αυτό τους θεωρούσαν προσωποποίηση της πίστης στην αθανασία της ψυχής. Τα της λατρείας τους δεν έγιναν γνωστά ποτέ. Οι μυούμενοι στη λατρεία των Καβείρων φορούσαν μια ζώνη, που υποτίθεται πως τους προφύλασσε από κάθε κίνδυνο. Τέτοια ζώνη φορούσαν ο Οδυσσέας και ο Αγαμέμνωνας.
Τη Σαμοθράκη επισκέφτηκαν ο  Ορφέας, ο Ηρακλής, οι περισσότεροι Αργοναύτες, ο Φίλιππος Β΄ και η Ολυμπιάδα, ο Περσέας της Μακεδονίας και άλλοι.


ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΜΥΗΣΗ
Ο σπουδαιότερος τόπος λατρείας των Καβειρίων μυστηρίων ήταν η Σαμοθράκη. Όμως οι τοπικές επιγραφές δεν τους αναφέρουν ως Κάβειρους, αλλά με τη γενική ονομασία Μεγάλοι Θεοί. Στο νησί αυτό οι Κάβειροι λατρεύονταν από τους προελληνικούς χρόνους, όπως αποδεικνύουν τα ευρήματα των ανασκαφών, η επιβίωση μιας μη ελληνικής λειτουργικής γλώσσας και τελετουργικά έθιμα, όπως η εξομολόγηση των αμαρτιών, που δεν έχουν το ανάλογό τους στην αρχαιοελληνική θρησκεία. Όμως η μεγαλύτερη διάδοση των μυστηρίων της Σαμοθράκης άρχισε από τον 3ο αι. π.Χ., οπότε η μακεδονική πολιτική τα ευνόησε για να επισκιάσουν τα Ελευσίνια μυστήρια.
Η μύηση εστιάζονταν κυρίως στα περί γενέσεως και λιγότερο στα περί θανάτου, όπως γινόταν στα Ελευσίνια Μυστήρια. Σε κανένα σημείο της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας δεν υπάρχει συσχέτιση των Καβειρίων Μυστηρίων για διδασκαλία περί μετεμψύχωσης και αθανασίας της ψυχής. Ούτε και τα μέχρι τώρα ευρήματα δείχνουν κάτι τέτοιο. Εκείνοι που επρόκειτο να μυηθούν εξομολογούνταν τα αμαρτήματά τους στον ιερέα που ονομάζονταν Κόης ή Καίης. Επίσης υπήρχαν και οι Ανακτοτελεστές που αποφάσιζαν, ποιοι από αυτούς που προσέρχονταν ήταν άξιοι να μυηθούν και η Λουτροφόρος που ήταν η ιέρεια και η υπεύθυνη για τους καθαρμούς των υποψηφίων. Οι μυήσεις γίνονταν σε ορισμένη εποχή του χρόνου και διαρκούσαν εννέα ημέρες.
Ιερά των Καβείρων είχαν δημιουργηθεί στη Σαμοθράκη και στη Θήβα, όπως αναφέραμε προηγουμένως, όπου, εκτός από το ναό, υπήρχε και μικρό θέατρο για τους μυημένους, στην ορχήστρα του οποίου διαδραματίζονταν μυστηριακές τελετές.

ΠΗΓΕΣ:
  1. ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ του Γιάννη Λάμψα
  2. ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΔΟΜΗ
  3. ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2011

ΟΡΦΙΚΑ


OΡΦΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ή ΟΡΦIΣΜΟΣ

Θυσία προς τη θεά Αθηνά Προμάχο (από Παναθηναϊκό αμφορέα)

ΓΕΝΙΚΑ
   Τα Ορφικά, είναι ένα σύνολο ποιημάτων και κειμένων θρησκευτικού χαρακτήρα, που γράφτηκαν από διάφορους συγγραφείς και σε διάφορες εποχές, από τον 6ο π.Χ. αι. έως και τον 4ο αι. μ.Χ., τα οποία αποτέλεσαν τη γραμματεία  της μυστηριακής λατρείας που ονομάστηκε Ορφισμός. Τα ποιήματα και οι διδασκαλίες του 6ου αι. π.Χ. αποδόθηκαν στον Ορφέα, ο οποίος είναι μυθικό πρόσωπο. Συνολικά τα κείμενα αυτά περιείχαν δογματικά διατυπωμένες διδασκαλίες, καθώς και ύμνους σε θεούς και σε προσωποποιημένες δυνάμεις της φύσης ή έννοιες ηθικής τάξης, θεογονίας και κοσμογονίας, εξορκισμούς, εντολές, κ.α. Ο Ηρόδοτος, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης καθώς και άλλοι σοφοί τον επαινούν. Ο Πεισίστρατος και τα παιδιά του τον δέχτηκαν και μαζί με τον Ονομάκριτο, τον αναδιοργάνωσαν.
   Ξεκίνησαν αρχικά από τη Θράκη και σύντομα διαδόθηκαν σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο και στις αποικίες της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Η κίνηση αυτή αν και αρχικά θεωρήθηκε θρησκευτική αίρεση που αναπτύχθηκε παράλληλα και σε συνάφεια με τη διονυσιακή λατρεία, αργότερα φάνηκε ότι είχε ιστορικά αμφισβήτησης της επίσημης αρχαιοελληνικής θρησκείας. Πράγματι, στη πλήρη του μορφή ο Ορφισμός, εκδηλώθηκε ακριβώς μετά τη κλασσική εποχή, όταν τα θρησκευτικά και ιδεολογικά σχήματα άρχισαν να υποχωρούν. Πολλοί μελετητές αναγνωρίζουν στον Ορφισμό ξένες επιρροές, κυρίως μυστικιστικά και παλαιοχριστιανικά στοιχεία, τα οποία προστέθηκαν αργότερα. Γενικά μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι ο Ορφισμός τόνιζε ιδιαίτερα τη θεία φύση του ανθρώπου, και κατά συνέπεια, την αθανασία και την επιβίωση πέραν του τάφου, ξεπερνώντας έτσι τα  όρια που η κλασσική ελληνική θρησκεία είχε καθορίσει..
   Από την ορφική γραμματεία δεν έχουν διασωθεί παρά μόνο μερικά αποσπάσματα, τα οποία υποδεικνύουν ότι επρόκειτο πραγματικά για μυστικίζουσα δογματική διατύπωση θρησκευτικής διδασκαλίας, με σκοπό την αποκάλυψη του αληθινού λόγου και της αληθινής συνάρτησης του κόσμου, της φύσης, της θεότητας, του μυστηρίου της ψυχής και της σχέσης με το  σώμα.
   Συνδεόταν με  την άσκηση ενός τρόπου ζωής, ο οποίος έθετε στόχο τον καθαρμό της ζωής από τους ηθικούς ρύπους, ώστε να γίνει δυνατή η διατήρηση της θείας φύσης μετά το φυσικό θάνατο. Στις πεποιθήσεις αυτές οφείλονταν οι διάφορες τελετουργίες εξαγνισμού που ακολουθούσαν οι οπαδοί του Ορφισμού και η αποχή από διάφορες δραστηριότητες, όπως π.χ. η κρεοφαγία.

ΟΙ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ
   Τα Ορφικά μυστήρια δεν είχαν ένα ορισμένο κέντρο λατρείας. Πήγαιναν από τόπο σε τόπο οι κήρυκες και ορφεοτελεστές και τελούσαν τα μυστήρια σε ιερούς οίκους. Σε αυτά έπαιρναν μέρος μόνο οι μύστες και απαγορευόταν η είσοδος στους αμύητους, τους βέβηλους. Οι ορφεοτελεστές, που ζητούσαν άφεση αμαρτιών και εξασφάλιση μιας ευτυχισμένης ζωής μετά το θάνατο, όπου έβλεπαν πως το κήρυγμά τους είχε απήχηση, ίδρυσαν ορφικές κοινότητες ή θιάσους, που επηρέαζαν ευρέως και συνέβαλαν στη περαιτέρω διάδοση των ορφικών ιδεών.
   Όπως προαναφέραμε, τα Ορφικά μυστήρια διακρίνονταν από τα υπόλοιπα κατά το ότι περιείχαν ποιήματα με δογματική θεολογία, πράγμα που δεν υπήρχε στα Ελευσίνια μυστήρια, στα μυστήρια της Σαμοθράκης ή στα Διονυσιακά. Σε αυτά ανήκουν οι ορφικές θεογονίες, αφού το τελευταίο  μέρος τους αποτελούσε τη γέννηση του Διονύσου που ταυτιζόταν με τον Ορφέα. Τον Διόνυσο Ζαγρέα τον είχαν υποτίθεται κομματιάσει και καταβροχθίσει οι Τιτάνες, οι οποίοι για αυτή τους τη πράξη, είχαν κατακεραυνωθεί από τον ίδιο τον Δία. Από τη τέφρα  τους έφτιαξε ο Δίας τον άνθρωπο. Όπως στη τέφρα αυτή υπήρχε και η τέφρα του Διονύσου, ο άνθρωπος είχε σώμα τιτανικό και ψυχή διονυσιακή, ήταν δηλαδή ον διφυές, με σώμα και πνεύμα, πράγμα που τον καθιστούσε άνθρωπο και θεό. Στην ιστορία αυτή στηρίζεται η ορφική ηθική, που αίτημά της είναι η απαλλαγή του ανθρώπου από το κατώτερο, το κτηνώδες στοιχείο της φύσης του και η ενίσχυση του θεϊκού στοιχείου. Έτσι ελευθερώνεται από τα γνήσια δεσμά του και μπορεί μετά το θάνατό του να να επανέλθει στην ουράνια πατρίδα του. Οι ορφικοί που ονόμαζαν τους εαυτούς τους καθαρούς, ήταν –όπως αναφέραμε παραπάνω – φυτοφάγοι. Η αμοιβή τους για τη καθαρή ζωή γινόταν ως εξής: η ψυχή κλεινόταν πολλές φορές στο γήινο σώμα, εισερχόταν από  σώμα σε σώμα, ακόμα και σε σώμα ζώου. Γινόταν δηλαδή, μετενσάρκωση, που τη συναντάμε και σε άλλες θρησκείες και που οι ορφικοί τη πήραν από πρωτόγονες λαϊκές παραστάσεις. Η ψυχή τιμωρείται για όσες αμαρτίες έκανε όταν ήταν συνδεμένη ακόμα με το σώμα. Οι ορφικοί επινόησαν πολλές τιμωρίες, ανάλογες με το είδος και το μέγεθος της αμαρτίας. Η μοίρα όσων δεν ήθελαν να υποστούν  τη κάθαρση από τη σωματική μόλυνση, στις διάφορες μετενσαρκώσεις τους, ήταν άθλια, ενώ όσοι απαλλάσσονταν από το κύκλο των γεννήσεων, ζούσαν ευτυχισμένοι. Απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει αυτό ήταν η μύηση στα ορφικά μυστήρια. Οι μυημένοι χρησιμοποιούσαν στη πύλη του Άδη τον συμβολικό τύπο ότι ήταν καθαροί. Για μεγαλύτερη ασφάλεια, τοποθετούσαν μαζί με το νεκρό στο τάφο του τον τύπο που έλεγε: «Είμαι γιος της γης και του έναστρου ουρανού».
   Η ευτυχία των καθαρών στα Ηλύσια Πεδία του Άδου, περιγράφεται στις Καθόδους εις Άδην του Ορφέως. Στη Κάτω Ιταλία, τις θρησκευτικές ιδέες των ορφικών τις πήραν οι Πυθαγόρειοι. Οι στωικοί θεωρούσαν τα βιβλία των ορφικών ως συλλογή θείων αποκαλύψεων και οι νεωπλατωνικοί στήριζαν σε αυτά τις κυριότερες διδασκαλίες  τους. Βασισμένη στις μυστηριακές αυτές θρησκείες, αναπτύχθηκε μια θεολογία που ονομάστηκε  γι’αυτό μυστηριακή, σύμφωνα με την οποία το πλήθος των θεών περιοριζόταν σε τρεις. Οι θεότητες αυτές ήταν οι θεμελιώδεις δυνάμεις του σύμπαντος και σχετίζονταν μεταξύ τους. Η δημιουργός αρχή ¨θεός πατήρ¨ , η δεχόμενη και παράγουσα είναι η ¨θεά μήτηρ¨ και η θεότητα που  προέρχεται από αυτούς τους δύο ονομάζεται ¨θεός υιός¨ ή ¨υιός θεού¨ , που έχει δύο φύσεις, σωματική και πνευματική. Σώμα είναι ο αισθητός κόσμος και πνεύμα η λογική, που διοικεί τον αισθητό κόσμο και τον συγκρατεί. Σκοπός των μυστηρίων είναι η γονιμοποίηση των ψυχών από τον θεό, που γεννάει μέσα τους τη λογική, τις ελευθερώνει από τη δύναμη της ύλης και κάνει με τον τρόπο αυτόν δυνατή τη γέννηση του πνεύματος στον άνθρωπο. Έτσι ερμηνεύει ο νεωπλατωνικός Πρόκλος τον νόμο των Ελευσινίων και Ορφικών μυστηρίων, ο Πλούταρχος και η ερμαϊκή γραμματεία (Ερμής ο Τρισμέγιστος) τα μυστήρια της Ίσιδος και του Οσίριδος και ο Ιουλιανός ο Παραβάτης τα μυστήρια του Άττιος και της Κυβέλης. Αυτή η θεολογία των μυστηρίων επέδρασε και στα γνωστικά και στον Παρσισμό, που μεταποιήθηκε από το Μάντητα, σε μυστηριακή θρησκεία. Ο Πλάτωνας ότι αναφέρει περί Ορφισμού, το έχει μεταμορφώσει με δικές του ιδέες. Δεν έχουν σχέση με το πρώτο Ορφισμό, τον πρωτόγονο, που άλλοι δέχονταν, ότι είναι επίδραση των Ελευσινίων  και Διονυσιακών τελετών και άλλοι ότι ο Ορφισμός επέδρασε σε αυτές και ότι ο Πλάτωνας δεν δέχτηκε τις «μαγικές» οδηγίες του Ορφισμού, που έλεγε στους πιστούς του «να πιουν νερό από τη βρύση της Μνημοσύνης που χαρίζει την αιώνια ευδαιμονία. Αυτό το τελευταίο είναι άποψη του αρχιμανδρίτη κ.Τιμόθεου Κιλίφη, την οποία υποστηρίζει πως είναι, αν όχι η καλύτερη αρχαία θρησκεία.
   Όλα τα κείμενα και οι αρχαίες μαρτυρίες για τον Ορφισμό συγκεντρώθηκαν και μελετήθηκαν στο έργο του Ότο Κέρν «Οrphicorum Fragmenta» (Βερολίνο 1922). Σε αυτά μπορούν να προστεθούν και πολυάριθμα νεκρώσιμα πλακίδια διάφορων εποχών (4ος -2ος αι. π.Χ.) και προελεύσεων (Κρήτη, Φάρσαλα, Κ. Ιταλία. Ρώμη), επιγραφές, διδασκαλίες, και εξορκισμοί με σωτήρια λόγια για το νεκρό, στα οποία ανιχνεύεται εύκολα η προέλευση του Ορφισμού, ακόμα και αν δεν αναφέρεται το όνομα του Ορφέα.
Παραπέμπω παρακάτω αποσπάσματα από ορφικούς ύμνους.

   


                                            ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ


ΟΡΦΕΥΣ ΠΡΟΣ ΜΟΥΣΑΙΟΝ.

ΕΚΑΤΗΝ

<Ευτυχώς χρώ, εταίρε.>

Μάνθανε δή, Μουσαίε, θυηπολίην περισέμνην,
ευχήν, ή δή τοι προφερεστέρη εστίν απασέων.
Ζεύ βασιλεύ καί Γαία καί ουράνιαι φλόγες αγναί
'Ηελίου, Μήνης θ' ιερόν σέλας ''Αστρα τε πάντα:
καί σύ, Ποσείδαον γαιήοχε, κυανοχαίτα,
Φερσεφόνη θ' αγνή Δημήτηρ τ' αγλαόκαρπε
''Αρτεμί <τ'> ιοχέαιρα, κόρη, καί ήιε Φοίβε,
ός Δελφών ναίεις ιερόν πέδον: ός τε μεγίστας
τιμάς εν μακάρεσσιν έχεις, Διόνυσε χορευτά:
'~Αρές τ' ομβριμόθυμε καί `Ηφαίστου μένος αγνόν
αφρογενής τε θεά, μεγαλώνυμα δώρα λαχούσα:
καί σύ, καταχθονίων βασιλεύ, μέγ' υπείροχε δαίμον,
''Ηβη τ' Ειλείθυια καί `Ηρακλέος μένος ηύ:
καί τό Δικαιοσύνης τε καί Ευσεβίης μέγ' όνειαρ
κικλήσκω Νύμφας τε κλυτάς καί Πάνα μέγιστον
''Ηρην τ', αιγιόχοιο Διός θαλερήν παράκοιτιν:
Μνημοσύνην τ' ερατήν Μούσας τ' επικέκλομαι αγνάς
εννέα καί Χάριτάς τε καί ''Ωρας ηδ' 'Ενιαυτόν
Λητώ τ' ευπλόκαμον, Θείην σεμνήν τε Διώνην
Κουρήτάς τ' ενόπλους Κορύβαντάς τ' ηδέ Καβείρους
καί μεγάλους Σωτήρας ομού, Διός άφθιτα τέκνα,
'Ιδαίους τε θεούς ηδ' άγγελον Ουρανιώνων,
`Ερμείαν κήρυκα, Θέμιν θ', ιεροσκόπον ανδρών,
Νύκτα τε πρεσβίστην καλέω καί φωσφόρον '~Ημαρ,
Πίστιν τ' ηδέ Δίκην καί αμύμονα Θεσμοδότειραν,
`Ρείαν τ' ηδέ Κρόνον καί Τηθύν κυανόπεπλον
'Ωκεανόν τε μέγαν, σύν τ' 'Ωκεανοίο θύγατρας
''Ατλαντός τε καί Αιώνος μέγ' υπείροχον ισχύν
καί Χρόνον αέναον καί τό Στυγός αγλαόν ύδωρ
μειλιχίους τε θεούς, αγαθήν τ' επί τοίσι Πρόνοιαν
Δαίμονά τ' ηγάθεον καί Δαίμονα πήμονα θνητών,
Δαίμονας ουρανίους καί ηερίους καί ενύδρους
καί χθονίους καί υποχθονίους ηδ' εμπυριφοίτους,
καί Σεμέλην Βάκχου τε συνευαστήρας άπαντας,
'Ινώ Λευκοθέην τε Παλαίμονά τ' ολβιοδώτην
Νίκην θ' ηδυέπειαν ιδ' 'Αδρήστειαν άνασσαν
καί βασιλήα μέγαν 'Ασκληπιόν ηπιοδώτην
Παλλάδα τ' εγρεμάχην κούρην, 'Ανέμους τε πρόπαντας
καί Βροντάς Κόσμου τε μέρη τετρακίονος αυδώ:
Μητέρα τ' αθανάτων, ''Αττιν καί Μήνα κικλήσκω
Ουρανίαν τε θεάν, σύν τ' άμβροτον αγνόν ''Αδωνιν
'Αρχήν τ' ηδέ Πέρας -- τό γάρ έπλετο πάσι μέγιστον --
ευμενέας ελθείν κεχαρημένον ήτορ έχοντας
τήνδε θυηπολίην ιερήν σπονδήν τ' επί σεμνήν.

Εινοδίαν `Εκάτην κλήιζω, τριοδίτιν, εραννήν,
ουρανίαν χθονίαν τε καί ειναλίαν, κροκόπεπλον,
τυμβιδίαν, ψυχαίς νεκύων μέτα βακχεύουσαν,
Περσείαν, φιλέρημον, αγαλλομένην ελάφοισι,
νυκτερίαν, σκυλακίτιν, αμαιμάκετον βασίλειαν,
θηρόβρομον, άζωστον, απρόσμαχον είδος έχουσαν,
ταυροπόλον, παντός κόσμου κληιδούχον άνασσαν,
ηγεμόνην, νύμφην, κουροτρόφον, ουρεσιφοίτιν,
λισσόμενος κούρην τελεταίς οσίαισι παρείναι
βουκόλωι ευμενέουσαν αεί κεχαρηότι θυμώι.

<Προθυραίας>, θυμίαμα στύρακα.

Κλύθί μοι, ώ πολύσεμνε θεά, πολυώνυμε δαίμον,
ωδίνων επαρωγέ, λεχών ηδεία πρόσοψι,
θηλειών σώτειρα μόνη, φιλόπαις, αγανόφρον,
ωκυλόχεια, παρούσα νέαις θνητών, Προθυραία,
κλειδούχ', ευάντητε, φιλοτρόφε, πάσι προσηνής,
ή κατέχεις οίκους πάντων θαλίαις τε γέγηθας,
λυσίζων', αφανής, έργοισι δέ φαίνηι άπασι,
συμπάσχεις ωδίσι καί ευτοκίηισι γέγηθας,
Ειλείθυια, λύουσα πόνους δειναίς εν ανάγκαις:
μούνην γάρ σέ καλούσι λεχοί ψυχής ανάπαυμα:
εν γάρ σοί τοκετών λυσιπήμονές εισιν ανίαι,
''Αρτεμις Ειλείθυια, καί η σεμνή, Προθυραία.
κλύθι, μάκαιρα, δίδου δέ γονάς επαρωγός εούσα
καί σώζ', ώσπερ έφυς αιεί σώτειρα προπάντων.

<Νυκτός>, θυμίαμα δαλούς.

Νύκτα θεών γενέτειραν αείσομαι ηδέ καί ανδρών.
{Νύξ γένεσις πάντων, ήν καί Κύπριν καλέσωμεν}
κλύθι, μάκαιρα θεά, κυαναυγής, αστεροφεγγής,
ησυχίηι χαίρουσα καί ηρεμίηι πολυύπνωι,
ευφροσύνη, τερπνή, φιλοπάννυχε, μήτερ ονείρων,
ληθομέριμν' † αγαθή τε † πόνων ανάπαυσιν έχουσα,
υπνοδότειρα, φίλη πάντων, ελάσιππε, † νυχαυγής,
ημιτελής, χθονία ηδ' ουρανία πάλιν αυτή,
εγκυκλία, παίκτειρα διώγμασιν ηεροφοίτοις,
ή φάος εκπέμπεις υπό νέρτερα καί πάλι φεύγεις
εις 'Αίδην: δεινή γάρ ανάγκη πάντα κρατύνει.
νύν σε, μάκαιρα, <καλ>ώ, πολυόλβιε, πάσι ποθεινή,
ευάντητε, κλύουσα ικετηρίδα φωνήν
έλθοις ευμενέουσα, φόβους δ' απόπεμπε νυχαυγείς.

<Ουρανού>, θυμίαμα λίβανον.

<Αιθέρος>, θυμίαμα κρόκον.

Ουρανέ παγγενέτωρ, κόσμου μέρος αιέν ατειρές,
πρεσβυγένεθλ', αρχή πάντων πάντων τε τελευτή,
κόσμε πατήρ, σφαιρηδόν ελισσόμενος περί γαίαν,
οίκε θεών μακάρων, ρόμβου δίναισιν οδεύων,
ουράνιος χθόνιός τε φύλαξ πάντων περιβληθείς,
εν στέρνοισιν έχων φύσεως άτλητον ανάγκην,
κυανόχρως, αδάμαστε, παναίολε, αιολόμορφε,
πανδερκές, Κρονότεκνε, μάκαρ, πανυπέρτατε δαίμον,
κλύθ' επάγων ζωήν οσίαν μύστηι νεοφάντηι.

'~Ω Διός υψιμέλαθρον έχων κράτος αιέν ατειρές,
άστρων ηελίου τε σεληναίης τε μέρισμα,
πανδαμάτωρ, πυρίπνου, πάσι ζωοίσιν έναυσμα,
υψιφανής Αιθήρ, κόσμου στοιχείον άριστον,
αγλαόν ώ βλάστημα, σελασφόρον, αστεροφεγγές,
κικλήσκων λίτομαί σε κεκραμένον εύδιον είναι.

<Πρωτογόνου>, θυμίαμα σμύρναν.

<''Αστρων>, θυμίαμα αρώματα.

Πρωτόγονον καλέω διφυή, μέγαν, αιθερόπλαγκτον,
ωιογενή, χρυσέαισιν αγαλλόμενον πτερύγεσσι,
ταυροβόαν, γένεσιν μακάρων θνητών τ' ανθρώπων,
σπέρμα πολύμνηστον, πολυόργιον, 'Ηρικεπαίον,
άρρητον, κρύφιον ροιζήτορα, παμφαές έρνος,
όσσων ός σκοτόεσσαν απημαύρωσας ομίχλην
πάντη δινηθείς πτερύγων ριπαίς κατά κόσμον
λαμπρόν άγων φάος αγνόν, αφ' ού σε Φάνητα κικλήσκω
ηδέ Πρίηπον άνακτα καί 'Ανταύγην ελίκωπον.
αλλά, μάκαρ, πολύμητι, πολύσπορε, βαίνε γεγηθώς
ες τελετήν αγίαν πολυποίκιλον οργιοφάνταις.

''Αστρων ουρανίων ιερόν σέλας εκπροκαλούμαι
ευιέροις φωναίσι κικλήσκων δαίμονας αγ[ν]ούς.
'Αστέρες ουράνιοι, Νυκτός φίλα τέκνα μελαίνης,
εγκυκλίοις δίναισι † περιθρόνια κυκλέοντες.
ανταυγείς, πυρόεντες, αεί γενετήρες απάντων,
μοιρίδιοι, πάσης μοίρης σημάντορες όντες,
θνητών ανθρώπων θείαν διέποντες αταρπόν,
επταφαείς ζώνας εφορώμενοι, ηερόπλαγκτοι,
ουράνιοι χθόνιοί τε, πυρίδρομοι, αιέν ατειρείς,
αυγάζοντες αεί νυκτός ζοφοειδέα πέπλον,
μαρμαρυγαίς στίλβοντες, εύφρονες εννύχιοί τε:
έλθετ' επ' ευιέρου τελετής πολυΐστορας άθλους
εσθλόν επ' ευδόξοις έργοις δρόμον εκτελέοντες.

<Εις ''Ηλιον>, θυμίαμα λιβανομάνναν.

<Εις Σελήνην>, θυμίαμα αρώματα.

Κλύθι μάκαρ, πανδερκές έχων αιώνιον όμμα,
Τιτάν χρυσαυγής, `Υπερίων, ουράνιον φώς,
αυτοφυής, ακάμα<ς>, ζώιων ηδεία πρόσοψι,
δεξιέ μέν γενέτωρ ηούς, ευώνυμε νυκτός,
κράσιν έχων ωρών, τετραβάμοσι ποσσί χορεύων,
εύδρομε, ροιζήτωρ, πυρόεις, φαιδρωπέ, διφρευτά,
ρόμβου απειρεσίου δινεύμασιν οίμον ελαύνων,
ευσεβέσιν καθοδηγέ καλών, ζαμενής ασεβούσι,
χρυσολύρη, κόσμου τόν εναρμόνιον δρόμον έλκων,
έργων σημάντωρ αγαθών, ωροτρόφε κούρε,
κοσμοκράτωρ, συρικτά, πυρίδρομε, κυκλοέλικτε,
φωσφόρε, αιολόδικτε, φερέσβιε, κάρπιμε Παιάν,
αιθαλής, αμίαντε, χρόνου πάτερ, αθάνατε Ζεύ,
εύδιε, πασιφαής, κόσμου τό περίδρομον όμμα,
σβεννύμενε λάμπων τε καλαίς ακτίσι φαειναίς,
δείκτα δικαιοσύνης, φιλονάματε, δέσποτα κόσμου,
πιστοφύλαξ, αιεί πανυπέρτατε, πάσιν αρωγέ,
όμμα δικαιοσύνης, ζωής φώς: ώ ελάσιππε,
μάστιγι λιγυρήι τετράορον άρμα διώκων:
κλύθι λόγων, ηδύν δέ βίον μύστηισι πρόφαινε.

Κλύθι, θεά βασίλεια, φαεσφόρε, δία Σελήνη,
ταυρόκερως Μήνη, νυκτιδρόμε, ηεροφοίτι,
εννυχία, δαιδούχε, κόρη, ευάστερε, Μήνη,
αυξομένη καί λειπομένη, θήλύς τε καί άρσην,
αυγάστειρα, φίλιππε, χρόνου μήτερ, φερέκαρπε,
ηλεκτρίς, βαρύθυμε, καταυγάστειρα, † νυχία,
πανδερκής, φιλάγρυπνε, καλοίς άστροισι βρύουσα,
ησυχίηι χαίρουσα καί ευφρόνηι ολβιομοίρωι,
λαμπετίη, χαριδώτι, τελεσφόρε, νυκτός άγαλμα,
αστράρχη, τανύπεπλ', ελικοδρόμε, πάνσοφε κούρη,
ελθέ, μάκαιρ', εύφρων, ευάστερε, φέγγεϊ τρισσώι
λαμπομένη, σώζουσα νέους ικέτας σέο, κούρη.



<Φύσεως>, θυμίαμα αρώματα.

<Πανός>, θυμίαμα ποικίλα.

'~Ω Φύσι, παμμήτειρα θεά, πολυμήχανε μήτερ,
ουρανία, πρέσβειρα, πολύκτιτε δαίμον, άνασσα,
πανδαμάτωρ, αδάμαστε, κυβερνήτειρα, παναυγής,
παντοκράτειρα, τιτιμενέα πανυπέρτατε πάσιν
άφθιτε, πρωτογένεια, παλαίφατε, κυδιάνειρα,
εννυχία, πολύτειρε, σελασφόρε, δεινοκαθέκτι,
άψοφον αστραγάλοισι ποδών ίχνος ειλίσσουσα,
αγνή, κοσμήτειρα θεών ατελής τε τελευτή,
κοινή μέν πάντεσσιν, ακοινώνητε δέ μούνη,
αυτοπάτωρ, απάτωρ, ερατή, πολύγηθε, μεγίστη,
ευάνθεια, πλοκή, φιλία, πολύμικτε, δαήμον,
ηγεμόνη, κράντειρα, φερέσβιε, παντρόφε κούρη,
αυτάρκεια, δίκη, Χαρίτων πολυώνυμε πειθώ,
αιθερία, χθονία καί ειναλία μεδέουσα,
πικρά μέν φαύλοισι, γλυκεία δέ πειθομένοισι,
πάνσοφε, πανδώτειρα, κομίστρια, παμβασίλεια,
αυξιτρόφος, πίειρα πεπαινομένων τε λύτειρα.
πάντων μέν σύ πατήρ, μήτηρ, τροφός ηδέ τιθηνός,
ωκυλόχεια, μάκαιρα, πολύσπορος, ωριάς ορμή,
παντοτεχνές, πλάστειρα, πολύκτιτε, ποντία δαίμον,
αιδία, κινησιφόρε, πολύπειρε, περίφρων,
αενάωι στροφάλιγγι θοόν ρύμα δινεύουσα,
πάνρυτε, κυκλοτερής, αλλοτριομορφοδίαιτε,
εύθρονε, τιμήεσσα, μόνη τό κριθέν τελέουσα,
σκηπτούχων εφύπερθε βαρυβρεμέτειρα κρατίστη,
άτρομε, πανδαμάτειρα, πεπρωμένη, αίσα, πυρίπνους,
αίδιος ζωή ηδ' αθανάτη τε πρόνοια:
πάντα σύ εσσι, άνασσα: σύ γάρ μούνη τάδε τεύχεις.
αλλά, θεά, λίτομαί σε σύν ευόλβοισιν εν ώραις
ειρήνην υγίειαν άγειν, αύξησιν απάντων.

Πάνα καλώ κρατερόν, νόμιον, κόσμοιο τό σύμπαν,
ουρανόν ηδέ θάλασσαν ιδέ χθόνα παμβασίλειαν
καί πύρ αθάνατον: τάδε γάρ μέλη εστί τά Πανός.
ελθέ, μάκαρ, σκιρτητά, περίδρομε, σύνθρονε ''Ωραις,
αιγομελές, βακχευτά, φιλένθεε, αστροδίαιτε,
αρμονίαν κόσμοιο κρέκων φιλοπαίγμονι μολπήι,
φαντασιών επαρωγέ, φόβων έκπαγλε βροτείων,
αιγονόμοις χαίρων ανά πίδακας ηδέ τε βούταις,
εύσκοπε, θηρητήρ, 'Ηχούς φίλε, σύγχορε νυμφών,
παντοφυής, γενέτωρ πάντων, πολυώνυμε δαίμον,
κοσμοκράτωρ, αυξητά, φαεσφόρε, κάρπιμε Παιάν,
αντροχαρές, βαρύμηνις, αληθής Ζεύς ο κεράστης.
σοί γάρ απειρέσιον γαίης πέδον εστήρικται,
είκει δ' ακαμάτου πόντου τό βαθύρροον ύδωρ
'Ωκεανός τε πέριξ † εν ύδασι † γαίαν ελίσσων,
αέριόν τε μέρισμα τροφής, ζωοίσιν έναυσμα,
καί κορυφής εφύπερθεν ελαφροτάτου πυρός όμμα.
βαίνει γάρ τάδε θεία πολύκριτα σαίσιν εφετμαίς:
αλλάσσεις δέ φύσεις πάντων ταίς σαίσι προνοίαις
βόσκων ανθρώπων γενεήν κατ' απείρονα κόσμον.
αλλά, μάκαρ, βακχευτά, φιλένθεε, βαίν' επί λοιβαίς
ευιέροις, αγαθήν δ' όπασον βιότοιο τελευτήν
Πανικόν εκπέμπων οίστρον επί τέρματα γαίης.

<`Ηρακλέος>, θυμίαμα λίβανον.

<Κρόνου>, θυμίαμα στύρακα.

''Ηρακλες ομβριμόθυμε, μεγασθενές, άλκιμε Τιτάν,
καρτερόχειρ, αδάμαστε, βρύων άθλοισι κραταιοίς,
αιολόμορφε, χρόνου πάτερ, † αίδιέ τε † εύφρων,
άρρητ', αγριόθυμε, πολύλλιτε, παντοδυνάστα,
παγκρατές ήτορ έχων, κάρτος μέγα, τοξότα, μάντι,
παμφάγε, παγγενέτωρ, πανυπέρτατε, πάσιν αρωγέ,
ός θνητοίς κατέπαυσας ανήμερα φύλα διώξας,
ειρήνην ποθέων κουροτρόφον, αγλαότιμ[ον],
αυτοφυής, ακάμας, γαίης βλάστημα φέριστον,
πρωτογόνοις στράψας βολίσιν, μεγαλώνυμε Παιών,
ός περί κρατί φορείς ηώ καί νύκτα μέλαιναν,
δώδεκ' απ' αντολιών άχρι δυσμών άθλα διέρπων,
αθάνατος, πολύπειρος, απείριτος, αστυφέλικτος:
ελθέ, μάκαρ, νούσων θελκτήρια πάντα κομίζων,
εξέλασον δέ κακάς άτας κλάδον εν χερί πάλλων,
πτηνοίς τ' ιοβόλοις κήρας χαλεπάς επίπεμπε.

  Κρόνος

'Αιθαλής, μακάρων τε θεών πάτερ ηδέ καί ανδρών,
ποικιλόβουλ', αμίαντε, μεγασθενές, άλκιμε Τιτάν,
ός δαπανάις μέν άπαντα καί αύξεις έμπαλιν αυτός,
δεσμούς αρρήκτους ός έχεις κατ' απείρονα κόσμον,
αιώνος Κρόνε παγγενέτωρ, Κρόνε ποικιλόμυθε,
Γαίης τε βλάστημα καί Ουρανού αστερόεντος,
γέννα, φυή, μείωσι, `Ρέας πόσι, σεμνέ Προμηθεύ,
ός ναίεις κατά πάντα μέρη κόσμοιο, γενάρχα,
αγκυλομήτα, φέριστε: κλύων ικετηρίδα φωνήν
πέμποις εύολβον βιότου τέλος αιέν άμεμπτον.

<''Ηρης>, θυμίαμα αρώματα.

Κυανέοις κόλποισιν ενημένη, αερόμορφε,
''Ηρα παμβασίλεια, Διός σύλλεκτρε μάκαιρα,
ψυχοτρόφους αύρας θνητοίς παρέχουσα προσηνείς,
όμβρων μέν μήτηρ, ανέμων τροφέ, παντογένεθλε:
χωρίς γάρ σέθεν ουδέν όλως ζωής φύσιν έγνω:
κοινωνείς γάρ άπασι κεκραμένη ηέρι σεμνώι:
πάντων γάρ κρατέεις μούνη πάντεσσί τ' ανάσσεις
ηερίοις ροίζοισι τινασσομένη κατά χεύμα.
αλλά, μάκαιρα θεά, πολυώνυμε, παμβασίλεια,
έλθοις ευμενέουσα καλώι γήθοντι προσώπωι.


ΠΗΓΕΣ:
1.     « ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» του Γιάννη Λάμψα
2.     ΑΡΧΑΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ του Αρχιμανδρίτη Τιμόθεου Κιλίφη
3.     ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΔΟΜΗ
4.     Διαδίκτυο(www.hellenicpantheon.gr/orph.htm)

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011

Βραυρώνα


ΒΡΑΥΡΩΝΑ

«…Στην θεόχτιστην Αθήνα σα θα φτάσεις
στην  Αττική άκρη άκρη είναι μια θέση
-στης Κάρυστος αντίκρυ το ακρωτήρι –
ιερή, ο λαός μου Αλές την ονομάζει
εκεί να χτίσεις ναό, σ’ αυτόν να στήσεις
τ’άγαλμα, που θα πάρει τ’όνομά σου…
                                 Ιφιγένεια η εν Ταύροις στ. 1568-1569
…Της θεάς ιέρεια εσύ, Ιφιγένεια, πρέπει
να γίνεις στους ιερούς Βραυρώνιους λόφους».
                                 Ιφιγένεια η εν Ταύροις, στ.1453- 1458
                                

ΓΕΝΙΚΑ
Η αρχαία Βραυρώνα βρίσκεται στη νότια ακτή της Αττικής, σε ένα πεδινό οικισμό  με 20μ., υψόμετρο και με 41 μόνιμους κατοίκους, στον κολπίσκο της Βραώνας όπως ονομάζεται και που διασχίζεται από τον μικρό ποταμό Εράσινο. Ήταν μία από τις 12 πόλεις –κράτη της Αρχαίας Αττικής.
Όπως αναφέρει ο Ευριπίδης στο έργο του « Ιφιγένεια η εν Ταύροις», ο Ορέστης και η Ιφιγένεια, με εντολή του θεού Απόλλωνα (κατά άλλους της θεάς Αθηνάς, η οποία ευλογεί τη πράξη), μετέφεραν το ξόανο (ξύλινο ανάγλυφο) της Αρτέμιδος από τη  Ταυρίδα και το κατέθεσαν στο ιερό της Βραυρωνίας θεάς.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα πιστοποιούν ότι υπήρχε στη θέση αυτή από τη νεολιθική περίοδο, ο οποίος αναπτύχθηκε ιδίως στη μεσοελλαδική και στη μυκηναϊκή εποχή. Στον λόφο όπου βρισκόταν αυτός ο οικισμός (κοντά στη βυζαντινή εκκλησία του Αγ. Γεωργίου), οι ανασκαφές του Λ. Παπαδημητρίου, αποκάλυψαν το ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδας (και Αρχηγέτιδος, όπως αναφέρει ο Ευριπίδης στο έργο του «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» ), η οποία στη Βραυρώνα συνδεόταν στενά με την Ιφιγένεια, ώστε πολλοί θεωρούν την Ιφιγένεια παλαιότερη θεότητα που αντικαταστάθηκε και συγχωνεύτηκε με την Βραυρωνία Αρτέμιδα. Αρχικά η θεότητα αυτή ήταν προστάτιδα των γεννήσεων και λατρευόταν σε σπηλιά, όπως συνήθως οι θεές των γεννήσεων (π.χ.  Ειλείθυια). Πραγματικά στη Βραυρώνα βρέθηκε η λατρευτική σπηλιά και τα ευρήματα, τα οποία εκτείθονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βραυρώνας, μαρτυρούν ότι τελούσαν σε αυτή λατρευτική τελετή από τον 8ο – 7ο αι. π.Χ. Όταν αργότερα γκρεμίστηκε η είσοδος της σπηλιάς, χτίστηκε στη θέση αυτή ένα μικρό ιερό και κοντά σε αυτό η ιερά οικία της ιέρειας της Αρτέμιδας, ενώ στον λεγόμενο τάφο της Ιφιγένειας αφιερώνονταν τα ενδύματα γυναικών που πέθαιναν κατά τη διάρκεια του τοκετού.
Ήδη τον 6ο αι. π.Χ. υπήρχε ναός, επάνω στον οποίο χτίστηκε τον επόμενο αιώνα ο δωρικός ναός της θεάς και συγχρόνως με αυτόν, ο τοίχος που περιέβαλε το ιερό. Κατά τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. (περίπου το 420π. Χ.), το ιερό της Αρτέμιδας επεκτάθηκε σημαντικά με την οικοδόμηση μια μεγάλης στοάς σε σχήμα Π, η οποία δημιούργησε έτσι μια κεντρική αυλή του ιερού. Η στοά στο βόρειο και δυτικό σκέλος της είχε δωμάτια, έξι στο βόρειο και τρία στο δυτικό αντίστοιχα.. Πέρα από τα βόρεια δωμάτια υπήρχε ένας μεγάλος ενιαίος χώρος που χρησίμευε, μάλλον, για τη τοποθέτηση αφιερωμάτων. Τα δωμάτια φαίνεται ότι χρησίμευαν για τη διαμονή είτε των προσκυνητών, είτε των νεαρών κοριτσιών που ήταν αφιερωμένα στη θεά και ονομάζονταν άρκτοι (αναφέρεται παρακάτω γιατί ονομάστηκαν έτσι,) . Πολυάριθμα χαριτωμένα αγάλματα παιδιών,  5-10 ετών, καθώς και ανάγλυφα που βρέθηκαν στον βόρειο αυτό χώρο και τα οποία χρονολογούνται από τον 4ο αι. π.Χ., υποδεικνύουν ότι ήταν ζωντανή η παράδοση να αφιερώνονται στη θεά παίδες που ονομάζονται άρκτοι. Η παράδοση αναφέρει ότι αυτό γινόταν για να εξιλεώσουν τη θεά, επειδή κάποτε της είχαν σκοτώσει μια ιερά άρκτο (αναφέρεται και παρακάτω ο μύθος). Δυτικά της αυλής σώζεται μια μικρή γέφυρα.
Στη Βραυρώνα τελούσαν κάθε πέντε χρόνια μια γυναικεία γιορτή κατά την οποία γίνονταν ραψωδικοί αγώνες. Η πομπή ξεκινούσε από το Βραυρώνιον, το θυγατρικό ιερό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, το οποίο βρίσκονταν στην Ακρόπολη των Αθηνών και νοτιοανατολικά των Προπυλαίων. Στην Ακρόπολη των Αθηνών , όπου ερείπια του ναού  σώζονται μέχρι σήμερα, ο ναός στολιζόταν με πολλά αφιερώματα, ένα χάλκινο άλογο που λεγόταν ο Δούριος, ανδριάντες του νικητή του παγκρατίου Ερμολύκου, του ναυάρχου Φορμίωνος, του ιστορικού Θουκυδίδου, του οπλιτοδρόμου Επιγαρίνου, ένα ανάγλυφο που έδειχνε την θεά Αθηνά να χτυπάει τον Μαρσύα επειδή πήρε τους αυλούς, άγαλμα του Πραξιτέλους που παρίστανε την Αρτέμιδα, (αντίγραφό του είναι  η Άρτεμις των Γαβίων, που εμφανίζεται να ¨καρφιτσώνει¨ το ένδυμά της στον δεξιό ώμο) κ.ά.
Από τη Βραυρώνα καταγόταν ο Πεισίστρατος και η οικογένεια του Μιλτιάδη και του Κίμωνα που ήταν αντίπαλή του. Η αντίθεση των δημοκρατικών προς τη τυραννία του Πεισίστρατου ήταν η αιτία που ύστερα από τη μεταπολίτευση του Κλεισθένη, η Βραυρώνα δεν αποτέλεσε ιδιαίτερο δήμο αλλά ανήκε στο δήμο των Φιλαϊδών.
Σε μικρή απόσταση από το ιερό αποκαλύφθηκε μια μεγάλη παλαιοχριστιανική βασιλική (6ος αι. μ.Χ.) που διατηρεί πολύ καλά το αρχικό της σχέδιο, εξαιρετικά ενδιαφέρον, γιατί τον επόμενο κιόλας αιώνα ερειπώθηκε.

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
 Χτίστηκε το 1962 και άνοιξε τις αίθουσές  του για το κοινό περίπου το 1969. Βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο του ιερού της Βραυρωνίας Αρτέμιδας. Στεγάζει ευρήματα και εκτός της περιοχής της Βραυρώνας, δηλαδή της ευρύτερης περιοχής της νοτιοανατολικής Αττικής.
Στις τρεις πρώτες αίθουσές του-αν και τελευταία έγινε μια επιτυχημένη ανακαίνιση στους χώρους του, την οποία προσωπικά δεν έχω δει από κοντά αλλά τη παρακολούθησα μέσω ενός μικρού αφιερώματος που προβλήθηκε από κρατικό κανάλι, και πάνε πολλά χρόνια που το επισκέφτηκα από κοντά- έχουν τοποθετηθεί αντιπροσωπευτικά δείγματα της μακραίωνης ιστορίας του ιερού, που χρονολογούνται από τη πρώτη κατοίκηση του χώρου κατά την ύστερη νεολιθική εποχή (γύρω στο 3500 π.Χ.), όπως είναι τα ενεπίγραφα κομμάτια σπασμένων αγγείων, μέχρι την εγκατάλειψή του τον 3ο  αι. π.Χ. λόγω της πλημμύρας από το ποταμό Εράσινο που έχουμε προαναφέρει.
Μεταξύ των ευρημάτων  συγκαταλέγονται πολλά αγγεία διαφόρων εποχών με απεικονίσεις σκηνών από τις τοπικές τελετουργικές προς τιμή της Άρτεμης, χρυσά νομίσματα, χάλκινοι καθρέφτες και περιδέραια από ημιπολύτιμους λίθους από προσφορές γυναικών στη προστάτιδα θεά των νεογέννητων παιδιών.
Εξαιρετικά είναι τα μικρά αγάλματα των άρκτων, των νεαρών θεραπαινίδων του ναού, που πήραν το όνομά τους από έναν μύθο που τις ήθελε να υπηρετούν τη θεά για να εξευμενίσουν την οργή της από τη θανάτωση της αγαπημένης της αρκούδας, η οποία ήταν εξημερωμένη,από τα δύο αδέρφια μιας κοπέλας, την οποία είχε τραυματίσει την κοπέλα. Τότε η θεά τους τιμώρησε με λοιμό και έπειτα από χρησμό καθιερώθηκε η τελετή.
 Ιδιαίτερης προσοχής χρήζουν δύο μοναδικά αγάλματα του 4ου αι. π.Χ., αυτό με τη κόρη που κρατά στον χιτώνα της ένα περιστέρι και το άλλο με τη κόρη και το λαγό.
Θαυμάσια είναι και τα αναθηματικά ανάγλυφα του μουσείου, που χρονολογούνται περίπου τον 4ο και 5ο αι. π.Χ., εποχή που  το ιερό είχε γίνει γνωστό στους κατοίκους της Αττικής, απολαμβάνοντας της υποστήριξης μεγάλων πολιτικών όπως ο Πεισίστρατος, ο Μιλτιάδης και ο Κίμων, οι οποίοι όπως αναφέραμε κατάγονταν από τη περιοχή αυτή. Από αυτά τα ανάγλυφα ιδιαίτερης αξίας είναι το ονομαζόμενο ανάγλυφο των θεών, με τις μορφές του Δία, της Λητούς του Απόλλωνα και της Αρτέμιδας, το ανάγλυφο με τη σκηνή προετοιμασίας για τη θυσία ταύρου, και τέλος, αυτά με τη θεά να υποδέχεται καθιστή τους προσκυνητές που έρχονται με ζώα για θυσία. Στα δύο τελευταία αναφερόμενα ανάγλυφα  διακρίνονται και μερικές άρκτοι μεταξύ των πιστών.
Στην αίθουσα 4 και στο αίθριο του μουσείου εκτίθενται ευρήματα από τα νεκροταφεία της Μερέντας (του αρχαίου δήμου Μυριρινούντος (3 χλμ ΝΑ από το σημερινό Μαρκόπουλο). Πρόκειται για μια συλλογή αγγείων, που χρονολογούνται από τον 9ο έως και τον 4ο αι. π.Χ., και για επιτύμβια ανάγλυφα κυρίως του 4ου αι. π.Χ. Μεταξύ των αγγείων ξεχωρίζει μια γεωμετρική υδρία με σκηνή θρηνούντων κάποιων κάποιον νεκρό στο λαιμό της , ένας γεωμετρικός αμφορέας με απεικόνιση νεκρικής πομπής και ένα αγγείο αποθήκευσης καλλωπιστικών ειδών (πυξίς) του 5ου αι. π.Χ.
Στη αίθουσα 5 φιλοξενούνται αγγεία της γεωμετρικής περιόδου, κυρίως του 8ου α. π.Χ. από το νεκροταφείο της Αναβύσσου (κωμόπολη της Αττικής, 1χλμ από τη παραλία), προϊστορικά αγγεία που προέρχονται από την ακρόπολη της Βραυρώνας και τους τάφους που ανασκάφηκαν γύρω από αυτήν, καθώς και αγγεία της ύστερης μυκηναϊκής περιόδου από τους περίπου 220 τάφους του νεκροταφείου της Περατής (Πόρτο Ράφτη, σημερινό Λιμάνι Μεσογαίας ή Λιμάνι Μαρκοπούλου, 35χλμ ΝΑ της Αθήνας) και του νεκροταφείου της Χαμολιάς (42χλμ ΝΑ της Αθήνας, κοντά στον όρμο της Βραυρώνας).
Oι αίθουσες σήμερα, από τα λίγα που γνωρίζω, έχουν χωριστεί ως εξής:
Αίθουσα Γλυπτών
Αίθουσα Κεραμεικής και Μικροτεχνίας
Αίθουσα Ειδωλίων
Αίθουσα Μερέντας
Αίθουσα Αναβύσσου

ΠΗΓΕΣ:
1. « ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ» του Γιάννη Λάμψα
2.    ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΔΟΜΗ
3.   Ευριπίδη : «Ιφιγένεια η εν Ταύροις» Μετάφραση Ι.Γρυπάρη- Θ,Σταύρου
4. Φωτογραφίες από το Διαδίκτυο

Κυριακή 24 Ιουλίου 2011

Αρχαία Πέλλα


ΠΕΛΛΑ
Νόμισμα από την αρχαία Πέλλα

ΓΕΝΙΚΑ
Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, στην περιοχή της Βοττιαίας. Βρισκόταν κοντά στη σύγχρονη πόλη Γιανιτσά και κοντά στον χαμηλότερο ρου του Αξιού ποταμού (Βαρδάρη). Πήρε το όνομά της από τον ομώνυμο ήρωα που την έχτισε.  Έγινε πρωτεύουσα των Μακεδόνων από τον Αρχέλαο (413-399 π.Χ.), που μετέφερε τη πρωτεύουσα από τις Αιγές (σημερινή Έδεσσα), ενώ υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αποτέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των Διαδόχων, περιήλθε στους Ρωμαίους μετά τη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.) και από τότε περιήλθε σιγά-σιγά σε παρακμή.
Οι πληροφορίες για την Πέλλα είναι σχετικά λίγες και μάλιστα προέρχονται αποκλειστικά από τους εχθρούς της. Για την περίοδο πριν από την ακμή των Μακεδόνων μας πληροφορούν γι’ αυτούς κυρίως οι αντίπαλοί τους, Αθηναίοι. Για την εποχή της πτώσης των Μακεδόνων πάλι μας πληροφορούν εχθροί τους, όπως ο Ρωμαίος Λίβιος, ή ρωμαιοκρατούμενοι Έλληνες, όπως ο Πολύβιος. Η πληροφορία του Στεφάνου Βυζαντίου, ότι η Πέλλα της Μακεδονίας ονομαζόταν προηγουμένως Βούνομος ή Βουνόμεια, φαίνεται πως αναφέρεται στους αρχαιότατους χρόνους.
Στους ιστορικούς χρόνους την Πέλλα αναφέρει πρώτος ο Ηρόδοτος (7, 123), όταν περιγράφει την πορεία του Ξέρξη μέσω της Μακεδονίας προς τις Θερμοπύλες. Ειδικότερα, μνημονεύοντας τον Αξιό αναφέρει πως το ποτάμι αυτό είναι σύνορο της Μυγδονίας και της Βοττιαίας, «της οποίας την παραθαλάσσια στενή λωρίδα γης κατέχουν οι πόλεις Ίχναι και Πέλλα». Ίχναι ονομαζόταν η πόλη που εντοπίζεται ανάμεσα στη σημερινή Νέα Χαλκηδόνα και στα Κουφάλια, αμέσως δηλαδή μετά τον Αξιό. Επομένως, η Πέλλα πρέπει να ήταν χτισμένη δυτικότερα. Η λωρίδα γης που κατείχε η Βοττιαία ήταν στενή, γιατί στην εύφορη σήμερα πεδιάδα των Γιαννιτσών υπήρχαν τότε έλη και η λίμνη Λουδία. Μετά τον Ηρόδοτο, η Πέλλα αναφέρεται από τον Θουκυδίδη δύο φορές: την πρώτη, όταν περιγράφει την εξάπλωση των Μακεδόνων από το Βέρμιο και τα Πιέρια στα Ανατολικά, πριν από την εποχή του, και τη δεύτερη, όταν διηγείται την εισβολή (429 π.Χ) των Θρακών υπό τον βασιλιά των Οδρυσών Σιτάλκη στο βασίλειο του Περδίκκα. Οι Έλληνες του νότου ελάχιστα πρόσεξαν τη δραστηριότητα του Αρχελάου κατά τα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο Θουκυδίδης, επαινετικά αλλά χωρίς ιδιαίτερη έμφαση, μας πληροφορεί ότι ο Αρχέλαος έχτισε κάστρα, κατασκεύασε ευθείς δρόμους, οργάνωσε τις στρατιωτικές δυνάμεις κλπ., ενώ ο Σωκράτης ειρωνεύεται την ίδρυση ανακτόρων στην Πέλλα: «Ο Αρχέλαος καταξοδεύτηκε να χτίσει οικία, κάλεσε και τον Ζεύξη να τη ζωγραφίσει, αλλά για τη βελτίωσή του δεν φρόντισε, με αποτέλεσμα να πάνε οι άνθρωποι από όλο τον κόσμο να δουν την οικία, αλλά κανείς δεν πάει να δει τον Αρχέλαο» (Aelianus, Varia Historia, 14, 17). Μόνο αργότερα, με τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο, φάνηκε η σημασία της μεταφοράς της μακεδονικής πρωτεύουσας από το φυσικό οχυρό των Αιγών (της Έδεσσας) στην Πέλλα, σε μια θέση της πεδιάδας που πλεονεκτούσε μόνο επειδή ήταν κοντά στη θάλασσα και έδινε περισσότερες δυνατότητες ανάπτυξης. Όταν μετέφερε την πρωτεύουσα στην Πέλλα, ο Αρχέλαος δεν παρέβλεψε και την πολιτιστική πλευρά. Εκτός από τον ζωγράφο Ζεύξη, έζησαν –για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα- καλεσμένοι στην Αυλή του ο τραγικός Αγάθων, ο ποιητής Τιμόθεος ο Μιλήσιος και ο Ευριπίδης, ο οποίος εκεί έγραψε την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» και τις «Βάκχες», ενώ από ένα άλλο έργο του, τον «Αρχέλαο», όπου είχε πλάσει έναν αξιοθαύμαστο πρόγονο του οικοδεσπότη του, σώθηκαν μόνο αποσπάσματα.
Από την εποχή του Αρχελάου σημειωνόταν διαρκώς μεγαλύτερη ακμή της Πέλλας. Στα χρόνια του Ξενοφώντα αναφέρεται ως η μεγαλύτερη μακεδονική πόλη (Ελληνικά, 5, 2, 13). Συνεπώς η ρήση του Δημοσθένη (18, 68), ότι ο Φίλιππος γεννήθηκε «εν χωρίω μικρώ και αδόξω» φαίνεται υπερβολική. Περίεργο είναι ότι οι πληροφορίες είναι αραιές και για την Πέλλα επί Φιλίππου και Αλεξάνδρου, αλλά και επί των Διαδόχων. Οι μακεδονικές πηγές δεν διασώθηκαν, γεγονός που εξηγείται από τη σκληρότητα με την οποία έπληξαν οι Ρωμαίοι το κέντρο αυτό του ελληνισμού. Είναι πάντως πιθανό ότι οι καλύτερες ημέρες της Πέλλας ήταν τα χρόνια της μακράς βασιλείας του φιλοσόφου βασιλιά Αντιγόνου Γονατά (274-239 π.Χ.). Ο φίλος αυτός της Στοάς φιλοξένησε στην Πέλλα τον κυνικό φιλόσοφο Βίωνα τον Βορυσθενίτη, πολέμιο των παθών και των προκαταλήψεων, τον ποιητή Άρατο τον Σολέα, ο οποίος –πιθανώς μετά από προτροπή του Αντιγόνου- έγραψε στην Πέλλα τα Φαινόμενά του, τον Ρόδιο επικό ποιητή Ανταγόρα, που έγραψε Ύμνο στον έρωτα κ.ά.
Η μοναδική περιγραφή της Πέλλας η οποία διασώθηκε είναι αυτή του Ρωμαίου ιστορικού Λίβιου (44, 46, 4-7), ο οποίος την έγραψε με αφορμή την επίθεση του Αιμιλίου Παύλου μετά τη μάχη της Πύδνας: «Ο ύπατος Αιμίλιος Παύλος αναχώρησε από την Πύδνα με όλο το στρατό του και σε δύο μέρες έφτασε στην Πέλλα, στρατοπέδευσε ένα ρωμαϊκό μίλι πρίν από την πόλη, δηλαδή στα Δυτικά, και έμεινε μερικές μέρες στο στρατόπεδο εξετάζοντας τη θέση της πόλης από όλες τις πλευρές. Παρατήρησε πως ήταν σοβαροί οι λόγοι για τους οποίους την επέλεξαν για πρωτεύουσα: απλώνεται σε έναν λόφο, την περιβάλλουν έλη αδιάβατα χειμώνα-καλοκαίρι, που σχηματίζονται από το ξεχείλισμα ποταμών, από το έλος που είναι πιο κοντά στην πόλη υψώνεται σαν νησί ο Φάκος, στέκει επάνω σε τούμπα, μια τεράστια κατασκευή που έχει προορισμό να κρατήσει το βάρος του τείχους και να μην ενοχλεί την πόλη το νερό του γύρω έλους. Από κάποια απόσταση φαίνεται πως το τείχος του Φάκου ενώνεται με το τείχος της πόλης, χωρίζεται όμως από ποτάμι ανάμεσα στα δύο τείχη, αλλά ενώνεται και με γέφυρα. Έτσι δεν μπορεί πολιορκητής να πλησιάσει απ’ έξω στο Φάκο ούτε υπάρχει τρόπος διαφυγής για κείνους που έχει φυλακίσει εκεί ο βασιλιάς, παρά μόνο από τη γέφυρα, η οποία εύκολα φυλάσσεται. Εκεί ήταν και το βασιλικό θησαυροφυλάκιο».
Ο Φάκος, το κάστρο της λίμνης, αναφέρεται και από τον Πολύβιο (31, 17, 2), από τον οποίο μαθαίνουμε ότι εκεί ο Μακεδόνας Δαμάσιππος σκότωσε τους συνέδρους της ρωμαιοκρατίας. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει επίσης (30, 11, 1) την «εν Φάκω γάζαν», δηλαδή το θησαυροφυλάκιο. Άλλοι συγγραφείς, όπως ο Σκύλαξ και ο Στράβων, μας πληροφορούν ότι από τη θάλασσα υπήρχε ανάπλους μέχρι την Πέλλα και ότι η απόσταση ήταν 120 στάδια , μικρότερη δηλαδή από τη σημερινή απόσταση Θεσσαλονίκης-Πέλλας που είναι 38 χλμ. Τα πλοία φαίνεται πως ακολουθούσαν τον ρου του κάτω Λουδία, ύστερα την ομώνυμη λίμνη και τέλος από κανάλι έφταναν έως τον Φάκο. Από τις πληροφορίες για τα μνημεία της Πέλλας σημαντική είναι μόνο η είδηση ότι ο Περσέας πριν αναχωρήσει προς τα Δυτικά για να συναντήσει τον Αιμίλιο Παύλο προσέφερε εκατόμβη στην Αθηνά Αλκίδημο. Τρομερή ήταν η καταστροφή που υπέστη η Πέλλα από τους Ρωμαίους. Επτά μέρες κράτησε ο θρίαμβος του νικητή Αιμιλίου Παύλου στη Ρώμη, όπου παρέλασαν οι αιχμάλωτοι και τα λάφυρα. Η μακεδονική πρωτεύουσα διατήρησε πάντως την ονομασία της (Colonia Julia Augusta Pella) και έγινε πρωτεύουσα μιας από τις 4 μοίρες στις οποίες χώρισαν οι Ρωμαίοι τη Μακεδονία. Δέχτηκε Ρωμαίους αποίκους, αλλά δεν έχασε τον ελληνικό της χαρακτήρα, αφού, όπως μαρτυρούν οι επιγραφές, η γλώσσα των κατοίκων ήταν η ελληνική. Το ένδοξο παρελθόν συνετέλεσε ώστε να διατηρηθεί κάπως το όνομά της μέχρι τους χρόνους της τουρκοκρατίας. Ένα γειτονικό κεφαλάρι νερού λέγεται ακόμα, κατά παράδοση, Λουτρά της Πέλλας ή Λουτρά του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ  ΚΑΙ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
 Με βάση την περιγραφή κυρίως του Λίβιου, περιηγητές και αρχαιολόγοι ταύτισαν κάπως αόριστα την Πέλλα από το τέλος του 18ου και κατά τον 19ο αι. Άλλοι την τοποθετούσαν γύρω στην (Παλαιά) Πέλλα, άλλοι νοτιότερα, όπου βρίσκεται ο Φάκος και άλλοι δυτικότερα, κοντά στα λουτρά.
Οι πρώτες ανασκαφές στην Πέλλα έγιναν όταν απελευθερώθηκε η Μακεδονία από τους Τούρκους από τον Γεώργιο Οικονόμο με δαπάνες της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Στις πρώτες εκείνες ανασκαφές , τις οποίες διέκοψε όμως ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος, αποκαλύφθηκαν λείψανα σπιτιών με κεντρική υπαίθρια αυλή, υπόγεια δεξαμενή νερού, θησαυρός νομισμάτων του Κασσάνδρου, χάλκινα και σιδερένια σκεύη, χάλκινα εξαρτήματα κλίνης κλπ. Από τότε, η Πέλλα ουσιαστικά λησμονήθηκε μέχρι το 1954, οπότε ξανάρχισε η αρχαιολογική έρευνα, δοκιμαστικά στην αρχή, αλλά με εκπληκτικά αποτελέσματα, μετά τα οποία άρχισαν συστηματικές ανασκαφές της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας (το 1957)..
Τα αρχαιότερα ευρήματα από την περιοχή της Πέλλας ανάγονται τουλάχιστον μέχρι την εποχή του Χαλκού. Προέρχονται από τα χωράφια γύρω στα λεγόμενα Λουτρά του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από το ύψωμα όπου χτίστηκε αργότερα η ακρόπολη και το ανάκτορο του Αρχέλαου και από το ύψωμα του Φάκου, στην άλλοτε λίμνη. Η τελευταία θέση, όπως απέδειξαν οι δοκιμαστικές τομές, είναι παλαιότατος συνοικισμός και όχι έργο των Μακεδόνων βασιλιάδων, όπως παρασύρεται να πιστέψει ο αναγνώστης της περιγραφής του Λιβίου. Ο προϊστορικός συνοικισμός του Φάκου είναι ίσως η Βούνομος ή Βουνόμεια, που αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος, η οποία ονομάστηκε Πέλλα όταν μεταφέρθηκε στους πετρώδεις λόφους, αφού Πέλλα σημαίνει βράχος. Πράγματι τα κτίρια της ακρόπολης πατούν πάνω σε βράχο.
Τα πρώτα κλασικά και ελληνιστικά ευρήματα των ανασκαφών ήρθαν στο φως με δοκιμαστικές τομές σε διάφορα σημεία, αφού δεν υπήρχαν επιφανειακές ενδείξεις άλλες από τους τύμβους (τούμπες) που κρύβουν τάφους. Ένας από τους τάφους αυτούς, η κούφια τούμπα, είχε ερευνηθεί από τον καιρό της τουρκοκρατίας. Δοκιμαστικές τομές, που έγιναν το 1957 σε όλη την έκταση του τριγώνου που σχηματίζουν η σημερινή κωμόπολη (Παλαιά) Πέλλα και η Νέα Πέλλα με τον Φάκο, βεβαίωσαν την ύπαρξη αρχαίων λειψάνων, σε μια έκταση με ακτίνα περίπου 2 χλμ. Διαπιστώθηκε ότι η ακρόπολη δεν ήταν μόνο στο ύψωμα του χωριού, αλλά και στο δυτικότερο, όπου δεν παρατηρήθηκαν προηγουμένως αρχαία λείψανα. Το τείχος της ακρόπολης, όπως και της κάτω πόλης και του Φάκου, δεν διατηρήθηκε ορατό, γιατί στην ανωδομή του ήταν πλίνθινο. Από το δίδυμο ύψωμα της ακρόπολης κατέβαινε προς τη λίμνη με δύο σκέλη, τη γραμμή των οποίων μπορούμε να παρακολουθήσουμε μόνο από τη μαλακή ράχη, που σχηματίστηκε με τον καιρό μετά την πτώση της πλίνθινης κατασκευής. Έξω από τη γραμμή αυτή των τειχών υψώνονται οι τύμβοι και ανασκάφηκαν τάφοι.
Στον δυτικό λόγο της ακρόπολης αποκαλύφθηκαν λείψανα των σπουδαιότερων κτιρίων της πρωτεύουσας. Οι τοίχοι, πάχους μέχρι 2,20 μ., είναι χτισμένοι στο κάτω μέρος με πελώριους πωρόλιθους, ενώ οι ορθοστάτες έχουν ύψος 1,07 μ., πάχος γύρω στα 60 εκ. και μήκος μέχρι 2,34 μ. Από τα αρχιτεκτονικά μέλη άλλα είναι δωρικού και άλλα ιωνικού ρυθμού. Δωρικό πώρινο κιονόκρανο, των αρχών του 4ου αι. π.Χ., έχει άβακα με πλευρά 1,20 μ., ενώ θραύσματα ιωνικών κιόνων μαρτυρούν ιωνικό ρυθμό σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα. Μέρη τριγωνικών αναθηματικών μνημείων είναι από κυανωπή πέτρα, αλλά υπάρχουν και μαρμάρινα μέλη μνημειακά (ανθέμιο, αρχιτεκτονικό γλυπτό κ.ά.). Όλα αυτά δικαιολογούν την υπόθεση ότι στον δυτικό λόγο της ακρόπολης υψωνόταν το ανακτορικό σύμπλεγμα του Αρχελάου, που θα είχε μέσα και ναό, τον ναό της Αλκιδήμου Αθηνάς, με αναθήματα κλπ. Βέβαια, δέχτηκε σε νεότερους χρόνους προσθήκες, επισκευές και τροποποιήσεις, στις οποίες ανήκουν τα νεότερα, ελληνιστικής εποχής αρχιτεκτονικά μέλη. Στο ανάκτορο του Αρχελάου, άλλωστε, θα πρέπει να έγινε μεγάλη χρήση ξύλου και ζωγραφικής διακόσμησης που χάθηκε. Ο οχυρωτικός περίβολος του ανακτόρου ίσως αποτελούσε μέρος και συνέχεια του περιβόλου των τειχών της πόλης, τα οποία στην ανωδομή της ήταν πλίνθινα.
Καλύτερα διατηρημένα είναι τα ευρήματα του ανασκαφικού τομέα 1, στο κέντρο της αρχαίας πόλης, στα Β της οδού Θεσσαλονίκης-Έδεσσας και Δ του δρόμου προς την (Παλαιά) Πέλλα. Εκεί αποκαλύφθηκαν τμήματα 6 οικοδομικών τετραγώνων, που ήταν χτισμένα σύμφωνα με το ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Το πρώτο οικοδομικό τετράγωνο έχει 3 περίστυλες αυλές, γύρω από τις οποίες αναπτύσσονται στοές και δωμάτια. Είναι ο τύπος του ελληνικού σπιτιού με περιστύλιο. Όμοια περίπου διαρρύθμιση έχουν και τα άλλα οικοδομικά τετράγωνα. Οι δρόμοι γύρω έχουν πλάτος περίπου 9 μ. Σε άλλους περνούν υπόγειες σωληνώσεις υδραγωγείου, σε άλλους χτιστοί υπόνομοι αποχέτευσης. Μερικά κτίρια ήταν διώροφα στη βορινή τους πτέρυγα, που έβλεπαν μεσημβρινά-δυτικά, προς τον κάμπο και τον Όλυμπο. Αυτό βεβαιώνεται από λείψανα χτιστών κλιμάκων, κιονίσκους και πεσσίσκους, που θα είχαν θέση σε δεύτερο όροφο. Από τις κιονοστοιχίες των περιστυλίων σώζονται κίονες και γείσα από εκλεκτό πωρόλιθο, που τον κάλυπτε κονίαμα. Οι λεπτομέρειες ήταν διακοσμημένες με ζωηρά χρώματα. Όμοια έγχρωμα κονιάματα σώζονται από τους τοίχους, που στην ανωδομή τους ήταν μάλλον πλίνθινοι και δεν διατηρήθηκαν.
Τα δάπεδα των ισογείων δωματίων διατηρούνται στρωμένα με ψηφιδωτά. Άλλα είναι εντελώς απλά, άλλα διακοσμούνται με γεωμετρικά σχήματα (ρόμβους, τεμνόμενα τρίγωνα κλπ.) και άλλα, των ανδρώνων, έχουν παραστάσεις. Όλα είναι κατασκευασμένα με χαλίκια, διαλεγμένα στο φυσικό σχήμα και χρώμα τους. Κατά το 1957 στο κτίριο Ι αποκαλύφθηκαν 4 ψηφιδωτά με παραστάσεις. Τα ψηφιδωτά αυτά εικονίζουν: Διόνυσο γυμνό πάνω σε πάνθηρα, με το κεφάλι στεφανωμένο και με το θύρσο στο αριστερό χέρι, κυνήγι λιονταριού, ίσως το γνωστό επεισόδιο από τη ζωή του Αλεξάνδρου, όταν ο Κρατερός του έσωσε τη ζωή, κοντά στα Σούσα, γρύπα που κατασπαράζει ελάφι, ζεύγος Κενταύρων, που θυμίζει γνωστό έργο του Ζεύξη, και μια οικογένεια Κενταύρων, από τις λίγες περιπτώσεις απεικόνισης θηλυκής Κενταύρου.
Κατά το 1961, στο οικοδομικό τετράγωνο 5 αποκαλύφθηκαν άλλα 4 ψηφιδωτά δάπεδα. Το ένα είναι πολύ φθαρμένο, ενώ τα άλλα τρία παριστάνουν αρπαγή της Ελένης από τον Θησέα, με τα ονόματα των δύο κύριων προσώπων στο σύμπλεγμα του κέντρου, το όνομα του ηνίοχου που περιμένει με τέθριππο άρμα αριστερά (Φόρβας), και τη Δηιάνειρα δεξιά, μια φίλη ή συγγενή της Ελένης, που τείνει χείρα βοηθείας προς αριστερά, αλλά φεύγει έντρομη προς δεξιά, κυνήγι ελαφιού, μια σύνθεση περισσότερο ανεπτυγμένη από το κυνήγι του λιονταριού, με την επιγραφή του τεχνίτη «Γνώσις επόησεν», και «Αμαζονομαχία», ένα θέμα πιο συνηθισμένο στην αρχαία ελληνική τέχνη. Μερικές από τις ψηφιδωτές παραστάσεις περιβάλλονται από πλαίσια με φυτικά, γεωμετρικά και άλλα μοτίβα, που θυμίζουν χαλιά. Τα ψηφιδωτά είναι πράγματι τοποθετημένα σε θέση (στο κέντρο του δωματίου ή μπροστά στο κατώφλι) όπου συνήθως τοποθετούσαν χαλί. Ένα τέτοιο ψηφιδωτό στόλιζε ολόκληρο το δάπεδο κυκλικής αίθουσας, σε άλλον ανασκαφικό τομέα, κοντά στην άλλοτε λίμνη και μοιάζει με ψηφιδωτό που βρέθηκε στη Βεργίνα. Τα ψηφιδωτά και τα κτίρια του τομέα 1 χρονολογούνται στο τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ. (μάλλον γύρω στο 300 π.Χ.), δηλαδή στους καλούς χρόνους της Πέλλας που ακολούθησαν τις κατακτήσεις του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου.
Από τα γλυπτά της Πέλλας, αξιόλογα είναι μία μαρμάρινη επιτύμβια στήλη (Μουσείο Κωνσταντινούπολης), ένα αετωματικό μαρμάρινο ανάγλυφο ιππέα (Μουσείο Θεσσαλονίκης), ένα μαρμάρινο λαγωνικό, ένα κεφάλι του Αλεξάνδρου και ένα χάλκινο αγαλμάτιο Ποσειδώνα (Μουσείο Πέλλας).
Από τις επιγραφές, αξιόλογες είναι μερικές αναθηματικές προς τον Ασκληπιό, τους Μεγάλους Θεούς, τον Μειλίχιο Δία, τον Ηρακλή, τις Μούσες κ.ά. Μαρτυρούνται και άλλες λατρείες στη μακεδονική πρωτεύουσα: ο Περσέας προσέφερε εκατόμβη στην Αθηνά Αλκίδημο, ο Απόλλων εικονιζόταν σε νομίσματα της Πέλλας, όπως άλλωστε και τα σύμβολά του (λύρα και τρίποδας), ενώ σε άλλα νομίσματα εικονίζεται η Δήμητρα. Υπάρχουν, εξάλλου, πολλές ενδείξεις λατρείας του Διονύσου, του Πάνα και των Νυμφών. Από τα νομίσματα, συμπεραίνεται επίσης λατρεία του Ερμή στη ρωμαϊκή εποχή, της ρωμαϊκής Ειρήνης και της Ελπίδας. Ωστόσο, σπουδαία θέση στη λατρεία των Μακεδόνων είχαν κυρίως ο Δίας και ο πρόγονος των Μακεδόνων βασιλιάδων Ηρακλής.
Οι προανασκαφικές έρευνες, που άρχισαν από το 1954, οι δοκιμαστικές τομές του Απριλίου 1957 και οι συστηματικές ανασκαφές τροποποίησαν την εικόνα που είχαμε προηγουμένως για την Πέλλα με βάση τον Δημοσθένη και τους Ρωμαίους συγγραφείς. Τώρα γίνεται δεκτό ότι οι Μακεδόνες δεν πήραν μόνο, αλλά και έδωσαν στοιχεία για την εξέλιξη του ελληνιστικού πολιτισμού, ιδιαίτερα της τέχνης, που απλώθηκε στο ενιαίο ιστορικό πεδίο της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου. Με βάση τα σημερινά δεδομένα αναγνωρίζεται η συμβολή της μακεδονικής αρχιτεκτονικής και διακοσμητικής εσωτερικών χώρων στην ανάπτυξη των τεχνοτροπιών, που μελετήθηκαν και ονομάστηκαν κυρίως από την Πομπηία.













ΠΗΓΕΣ:
  1. Εγκυκλοπαίδεια  ΔΟΜΗ
  2. «Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου : Ελλάδα- Ρώμη» του Γιάννη Λάμψα
  3. Φωτογραφίες από το διαδίκτυο


Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Παυσανίας ο περιηγητης



ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ Ο ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ (2ος  αι. μ.Χ.)
« Αυτά είναι (κατά τη γνώμη μου) τα πιο περίφημα αθηναϊκά αξιοθέατα και παραδόσεις. Από τον όγκο του υλικού που υπάρχει , φρόντισα από την αρχή να διαλέξω εκείνα που είναι πραγματικά σημαντικά».
                                  Παυσανία Αττικά

Έτσι τελειώνει την αφήγησή του για την Αττική, ο περιηγητής και γεωγράφος Παυσανίας και στο οποίο έχουμε αναφερθεί πολλές φορές. Μπορεί να συναχθεί και ως ο σκοπός του έργου του από τη παραπάνω φράση.
Έζησε στον 2ο αι. μ.Χ. (συγκεκριμένα στο δεύτερο μισό) και η μορφή του παραμένει άγνωστη-δυστυχώς- γιατί λείπουν τα στοιχεία. Σ’ αυτόν χρωστάμε το ένα και μοναδικό έργο περιηγητικής που σώζεται, το γνωστό θέλω να πιστεύω στους περισσότερους, Ελλάδος Περιήγησης. Το έργο αποτελείται από δέκα βιβλία και απ’ όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, μ’αυτό σημειώνεται το τέλος έργων του είδους αυτού. Πολλοί τον ταύτισαν με τον ιστορικό από τη Δαμασκό, και άλλοι με τον σοφιστή από τη Καππαδοκία (Φιλόστρατου, Βίοι Σοφιστών 2,13) χωρίς όμως να μπορέσουν και αυτοί να προχωρήσουν σε καμιά ολοκληρωμένη γνώση του προσώπου του. Δεν αποκλείεται να καταγόταν από τη Λυδία (πιο συγκεκριμένα από την Σίπυλο) και αυτή τη πιθανότητα μας την επιτρέπει ο ίδιος μια και στο έργο του φαίνεται να γνωρίζει καλά τη Μ. Ασία. Στη χρονολόγηση μας βοηθάει πολύ η πληροφορία(5,1,2) πως η Κόρινθος ήταν, από 217 χρόνια, αποικία των Ρωμαίων, πράγμα που σημαίνει πως το βιβλίο γράφτηκε στα 173 μ.Χ.
Ο Παυσανίας ξεκινά στο πρώτο του βιβλίο με την Αττική και συνεχίζει με τη κεντρική Ελλάδα και τη Πελοπόννησο. Στη διάρκεια της περιήγησής του περιγράφονται τόποι και μνημεία, Γίνονται όμως πολλές παρεκβάσεις σε ιστορικά, μυθολογικά και γεωγραφικά θέματα. Λογαριάζει περισσότερο τους αναγνώστες και λιγότερο τον ταξιδιώτη που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το έργο του σαν οδηγό. Γι’ αυτό και θέλει προσεκτική μελέτη για να καταλάβουμε αυτά που περιγράφει. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγούμαστε και από το ύφος του που ήταν πολύ φροντισμένο. Σκοπός του είναι να υπάρχει ποικιλία στο έργο του. Ξεκινάει με τη σύνθεση των επιμέρους βιβλίων, συνεχίζει δίνοντας το υλικό του και τελειώνει με τις επιμέρους περιγραφές. Επίσης αγαπά να κάνει συχνά παραφράσεις και να δείχνεται περίτεχνος στη τοποθέτηση των λέξεων. Στη σύνταξη προσπαθεί να είναι απλός και δε χρησιμοποιεί μεγάλες περιόδους. Ακολουθεί τον Ηρόδοτο στους αρχαϊσμούς.
το κλήμα του Παυσανία στην Αχαΐα
Ο περιηγητής είναι φανερά πολυταξιδεμένος και πολυδιαβασμένος. Φαίνεται αυτό άλλωστε σε όποιον έχει διαβάσει έστω και ένα έργο του, πως για πολλά πράγματα που μιλάει, τα έχει γνωρίσει από κοντά. Κάνει μια ένωση-αν μας επιτρέπεται η έκφραση- των πληροφοριών από τα ταξίδια του, με τις γνώσεις που έχει διαβάσει. Κατηγορήθηκε στο τέλος του 19ου αι., ως αντιγραφέας και αυτό βέβαια αληθεύει για πολλά τμήματα του έργου του. Η δομή όμως και η κατάταξη των θεμάτων είναι ασφαλώς δικά του. Πάντως πολλά δεν θα ξέραμε αν δεν ήταν ο Παυσανίας. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Άποψη όχι μόνο προσωπική αλλά και ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων. Ο καθένας θα συμφωνήσει με τον διακεκριμένο ανθρωπολόγο και εμβριθή μελετητή του Παυσανία, Τζέιμς Φρέιζερ, ο οποίος έχει δηλώσει ότι «χωρίς τον σπουδαίο αυτό περιηγητή, ένα μεγάλο μέρος των αρχαίων ερειπίων της Ελλάδας θα ήταν ένας λαβύρινθος χωρίς νήμα και ένα αίνιγμα χωρίς λύση». Έχουμε αναφερθεί  σχετικά και στην ανάρτηση για την Αρχ. Αίγειρα.
Χαρακτηριστικό για τον Παυσανία, που σε ελάχιστα τμήματα αφήνει να φανούν προσωπικά δεδομένα (όπως στο 8,2,5 και στο 8,8,3), είναι το ενδιαφέρον του για τα λατρευτικά θέματα και το οποίο κυρίως στρέφεται προς τα πρωτόγονα και αρχαιοπρεπή.
Αναφέρουμε τώρα μερικές πληροφορίες που τις χρωστάμε στο Παυσανία. Γενικότερα, οι πληροφορίες του είναι αξιόπιστες και έχουν επαληθευτεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα. Στο 1,2,3,9, μιλάει για ένα ψήφισμα του Οινόβιου για την ανάκληση του Θουκυδίδη, που εγκρίθηκε από την εκκλησία του Δήμου. Στο 2,13,5 αναφέρει τον Αριστία τον ποιητή, λέγοντας πως στην αγορά του Φλειούντα υπήρχε ένα μνημείο γι’αυτόν και πως παίρνοντας από το πατέρα του το σατυρικό δράμα Παλαισταί κέρδισε τη δεύτερη θέση σε διαγωνισμό. Στη Τανάγρα είδε ένα «μνήμα» και μια εικόνα της ποιήτριας Κόριννας, που συναγωνίστηκε με τον Πίνδαρο και μιλά για μια νίκη της εναντίον του Πίνδαρου (9,22,3). Στο 1,15,1 μας πληροφορεί πως είδε τον ανδριάντα του ποιητή Ανακρέοντα στην Ακρόπολη. Στο 5,18 παραθέτει τις εξάμετρες διασαφήσεις στις μυθολογικές απεικονίσεις της σαρκοφάγου του Κυψέλου.
Ο Παυσανίας στο 8,37,5 μιλάει για τον Ονομάκριτο, που καθιέρωσε την οργιαστική λατρεία του Διόνυσου και παίρνοντας τη λέξη ¨Τιτάνες» από τον Όμηρο, τους περιέγραψε σαν την αιτία των παθών του Διόνυσου.
Στο 8,12,5 αναφέρει μια παλαιότερη Θεσπρωτία απ’όπου προέρχεται η διήγηση για μια περιπλάνηση του Οδυσσέα στην ηπειρωτική χώρα της Θεσπρωτίας, για έναν καινούργιο γάμο και  για νικηφόρες μάχες εναντίον των Βρύγων.
Στο Παυσανία διαβάζουμε ότι τη Θηβαΐδα ο Καλλίνος (7ος π.Χ. αι.) την απέδιδε στον Όμηρο και πως πολλοί τον ακολούθησαν. Την πληροφορία παραθέτει ο περιηγητής στο βιβλίο του 9,9,5.
Σήμερα το έργο του Παυσανία χωρίζεται σε δέκα βιβλία τα οποία γράφτηκαν σε διάστημα 15 ετών και έχει την εξής διάρθρωση:
Α΄Αττικά (περιλαμβάνει και περιγραφή της Αργολίδας), Β΄ Κορινθιακά, Γ΄ Λακωνικά, Δ΄ Μεσσηνιακά, Ε΄και ΣΤ΄ Ηλιακά, Ζ΄Αχαϊκά, Η΄Αρκαδικά, Θ΄ Βοιωτικά και Ι΄Φωκικά, στο οποίο περιέχεται έως τους Οζόλες Λοκρούς.
Εκδόσεις του έργου του Παυσανία οφείλονται στον Φώτιο και τον Αρέθα. Ο βυζαντινός φιλόλογος Μάξιμος Πλανούδης έκανε μια πολύτιμη συλλογή από αποσπάσματα του έργου του, που βοηθά στη κριτική του συγγραφέα.
Eμείς με τη σειρά μας τον ευχαριστούμε για τη μεγάλη του προσφορά.

ΠΗΓΕΣ:
1. «ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ» από τις εκδόσεις Κ. ΜΠΟΥΖΑ, (τόμος Δ΄).
2. «ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΛΑΣΙΚΟΙ»: Παυσανία-«Κορινθιακά», εισαγωγή από την         Παπακωνσταντίνου Άννα, εκδόσεις DeAGOSTINI.
3. ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, του Γιάννη Λάμψα από τις εκδόσεις ΔΟΜΗ.

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

ΑΡΧΑΙΑ ΑΙΓΕΙΡΑ


 ΑΡΧΑΙΑ ΑΙΓΕΙΡΑ

Χάρτης της Αίγειρας και της γύρω περιοχής
ΓΕΝΙΚΑ
Συχνά έχουμε αναφέρει το όνομα του περιηγητή Παυσανία, ο οποίος έζησε τον 2ο αι. μ.Χ. κάνοντας λεπτομερή  αναφορά μέσα στα βιβλία του σε κάθε σημείο, χώρο, ναό, γενικότερα κάθε μνημείο, το οποίο επισκέπτονταν. Γι’ αυτό του χρωστούν πάρα πολλά ειδικοί και μη, ειδικά σε ανασκαφές. Ανάμεσα στις ¨επισκέψεις¨ του, ήταν και η Αρχαία Αίγειρα, στα βόρεια της Πελοποννήσου. Σήμερα στην Αρχαία Αίγειρα βρίσκεται το χωριό Παλαιόκαστρο. Μπροστά της απλώνεται ο Κορινθιακός κόλπος. Στην εθνική οδό Κορίνθου – Πατρών, υπάρχει πινακίδα που αναφέρει την Αίγειρα. Συγκεκριμένα την αναφέρει ως Αιγείρα. Ο Παυσανίας συγκεκριμένα, στο έργο του «Ελλάδος Περιήγησις», αναφέρει
«Ότι πιο αξιόλογο προσφέρει η Αίγειρα είναι ένα ιερό του Δία με ένα καθιστό άγαλμα από Πεντελικό άγαλμα, έργο του Αθηναίου Ευκλείδη. Στο ιερό αυτό υπάρχει και ένα άγαλμα της Αθηνάς με πρόσωπο, χέρια και πόδια από ελεφαντοκόκαλο. Η επιφάνεια του υπόλοιπου ξύλινου μέρους είναι επενδυμένη με χρυσάφι και διακοσμημένη με χρώματα. Υπάρχει ακόμα και είναι ναός της Άρτεμης μ’ένα λατρευτικό άγαλμα στη σύγχρονη τεχνοτροπία ( δηλαδή τεχνοτροπία της εποχής του Παυσανία). Χρέη ιέρειας εκτελεί μια παρθένα, ώσπου να φτάσει σε ηλικία γάμου. Εδώ βλέπει κανείς επίσης και ένα αρχαίο άγαλμα, η Ιφιγένεια όπως τη λένε οι ντόπιοι, η κόρη του Αγαμέμνονα. Αν αυτό αληθεύει, τότε βέβαια ο ναός θα κτίστηκε αρχικά για την Ιφιγένεια. Υπάρχει και ένα ιερό του Απόλλωνα πολύ παλιό, τόσο το ίδιο το ιερό, όσο και οι εναέτιες μορφές του. Παλιό είναι και το ξόανο του θεού, γυμνό και μεγάλο».
Ο Παυσανίας συνεχίζει τη περιγραφή άλλων ιερών, του Ασκληπιού, του Σέραπι (= Όσιρις και άπις ) και της Ίσιδας, αιγυπτιακές θεότητες, της Ουρανίας της λεγόμενης συριακής θεάς και Τύχης. Η θεά Τύχη –σύμφωνα με τον Παυσανία-κρατούσε στο ένα χέρι το Κέρας της Αμάλθειας και στο άλλο το φτερωτό Έρωτα.
Mε αυτή τη περιγραφή ήρθε το 1915 στην Αίγειρα, ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο και τότε γραμματέας του Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών Otto Walter.
Το καλοκαίρι του 1916 και συγκεκριμένα στις 31 Αυγούστου, ο Walter βρήκε το μαρμάρινο κεφάλι του αγάλματος του Δία. Ήταν το κεφάλι εκείνο του αγάλματος πoυ είχε αναφέρει ο Παυσανίας φτιαγμένο από τον Ευκλείδη. Ο Walter αναγκάστηκε να διακόψει την ανασκαφή εξαιτίας των πολεμικών γεγονότων και να εγκαταλείψει τηννΕλλάδα.
Το κεφάλι του αγάλματος του Διός μεταφέρθηκε από την Αίγειρα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Πολλοί αρχαιολόγοι ασχολούνται με το μαρμάρινο αυτό κεφάλι και εκφράζει ο καθένας τη δική του, διαφορετική  άποψη, για το πώς μπορούσε να ήταν αλλιώς. Σήμερα θεωρείται έργο μιας κλασικίζουσας τάσης, ώριμης ελληνιστικής πλαστικής του 2ου αι. π.Χ., που είχε σαν πρότυπα τα γλυπτά του περίφημου βωμού της Περγάμου.
Το χέρι
Με την ανακάλυψη του κεφαλιού με το οποίο σχετίζονται άμεσα ένα μεγάλο χέρι που βρέθηκε μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, και ένα ακόμη δάκτυλο που βρέθηκε το 1926, γεννήθηκε το ερώτημα από ποιο ναό προερχόταν. Γιατί η υπόθεση ότι το ναόσχημο κτίσμα που βρέθηκε το κεφάλι ήταν αυτός ο λατρευτικός οίκος, εγκαταλείφτηκε σύντομα. Ο ναΐσκος αυτός ήταν μικρότερος από το άγαλμα που ξεπερνούσε τα 3μ. και έτσι το ερώτημα παραμένει ανοικτό, χωρίς απάντηση.
Μετά το 1926 οι ανασκαφές άρχισαν το 1972

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Ένα σημείο από τη περιγραφή ωστόσο μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Εκεί που γίνεται ο λόγος για μια πολιορκία της πόλης από τους Σικυώνιους, όταν οι κάτοικοι της Αίγειρας κατάφεραν να σωθούν από του εχθρούς τους με μια πονηριά, ένα τέχνασμα. Μια νύχτα λοιπόν, έβαλαν στα κέρατα από τις κατσίκες τους δάδες, τις άναψαν και ανάγκασαν τα ζώα να πάρουν το κατήφορο προς το στρατόπεδο των Σικυωνίων. Μπροστά σε αυτή τη θάλασσα από φλόγες που κατηφόριζε προς τα εμπρός, οι εχθροί έκαναν μεταβολή και τράπηκαν σε φυγή. Τότε-σύμφωνα με τον Παυσανία-άλλαξαν το όνομα της πόλης. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης το ονόμασαν Αίγειρα, από τις αίγες, δηλαδή τις κατσίκες.
Σύμφωνα και πάλι με τον Παυσανία, η πόλη κατά την ομηρική εποχή ονομάζονταν ¨Υπερισίη¨. Από εκεί βγαίνει και το συμπέρασμα πως τον 8ο αι. π.Χ. υπήρχε οικισμός –πιθανόν και νωρίτερα – στα μυκηναϊκά χρόνια (2η χιλιετία π.Χ.). Σύμφωνα κατά μία άλλη εκδοχή μετονομάστηκε σε Αίγειρα, από τα δάση με λεύκες που είχε (αιγείρους).

ΛΑΤΡΕΙΑ
Από τη μεγάλη σειρά των ιερών και των ναών, ενδιαφέρον είχε η λατρεία της Άρτεμης και του Απόλλωνα που χαρακτηριζόταν και πολύ παλιά. Για το ναό της Άρτεμης μάλιστα προτίθεται πως ήταν ιερό της Ιφιγένειας (της κόρης του Αγαμέμνονα. Δεν κρύβεται λοιπόν, ένας εντελώς συνειδητός υπαινιγμός στο παρελθόν των Ελλήνων, στα μακρινά και ιστορικά χρόνια, στο κείμενο του Παυσανία.

ΑΝΩ ΚΑΙ ΚΑΤΩ ΑΙΓΕΙΡΑ
Το λιμάνι
Ο Παυσανίας ξεχωρίζει δυο τόπους με το ίδιο όνομα, δηλαδή Αίγειρα. Όπως αναφέρει υπάρχει η κάτω Αίγειρα η οποία βρίσκεται στο λιμάνι και η άνω στο βουνό. Μόνο η Άνω Αίγειρα διαθέτει αξιοθέατα. Εδώ βρίσκονται τα λείψανα της Αίγειρας και εδώ ο Walter βρήκε το ¨κοίλον¨ του θεάτρου. Επίσης βρέθηκαν κομμάτια από μυκηναϊκά αγγεία. Συνεπώς για το  ναό της Ιφιγένειας και η αναφορά για τη παλιά ονομασία ¨Υπερισίη¨ ήταν σωστές, ότι υπήρξε πράγματι μυκηναϊκός οικισμός. Τα πιο πρώιμα  ευρήματα ανάγονται στην υστερομυκηναϊκή περίοδο, οπότε οι «κακόφημοι»  λαοί της θάλασσας προκαλούσαν ανασφάλεια σε όλη τη Μεσόγειο, όταν ο Αιγύπτιος φαραώ Ραμσής ο Γ΄ γύρω στα 1190 π.Χ. ήταν πολύ απασχολημένος στη προσπάθεια του να κρατήσει μακριά από το κράτος του τις επιθέσεις  των.
Οι πρώτοι άνθρωποι  ήρθαν τη 3η χιλιετία στο βουνό στη πρωτοελλαδική περίοδο. Τη παρουσία τους μαρτυρούν τα θραύσματα από αγγεία που έχουν βρεθεί.
Κατά τις μετακινήσεις των λαών της θάλασσας ο οικισμός έγινε πιο πυκνοκατοικημένος. Και αυτοί είναι οι άνθρωποι που άφησαν τα ίχνη τους με τα κεραμικά κομμάτια που βρέθηκαν στα κατώτερα στρώματα κατά τη διάρκεια των ανασκαφών. Πρόκειται για αγγεία φτιαγμένα με το χέρι και που έχουν απλή διακόσμηση. Ίσως αυτοί οι άνθρωποι να ήρθαν από τα Βαλκάνια, από τη περιοχή της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Μέχρι τώρα ακριβέστερα στοιχεία γι’αυτούς. Ωστόσο αυτοί οι κάτοικοι δεν έμειναν για πολύ μόνοι τους. Γιατί στα ανώτερα στρώματα, κατά τις ανασκαφές, βρέθηκαν θραύσματα από κεραμικά μυκηναϊκής περιόδου, άρστης ποιότητας σε σύγκριση με τα «κακοφτιαγμένα» των προηγουμένων. Δηλαδή έχουμε την ανάμειξη  μυκηναϊκού πολιτισμού. Αυτό σύμφωνα με τους ειδικούς είναι πολύ λογικό γιατί στα χρόνια αυτά, δηλαδή το 12ο π.Χ. αι., όλη η Μεσόγειος βρίσκεται σε αναστάτωση. Οι κάτοικοι των μυκηναϊκών ακροπόλεων εκδιώχτηκαν ή έφυγαν από μόνοι τους για να εγκατασταθούν σε ασφαλέστερες περιοχές. Ένα τμήμα αυτών των Μυκηναίων κατευθύνθηκε προς την Αχαΐα και βρέθηκαν στη περιοχή της Αίγειρας. Αναμείχτηκαν με τους πρώην κατοίκους που ήταν εγκατεστημένοι εκεί όπως προαναφέραμε και τους έμαθαν τη τέχνη της αγγειοπλαστικής και το χτίσιμο πιο ανθεκτικών σπιτιών (ήδη ένα σπίτι το οποίο έχει ανακαλυφτεί είναι όπως το έφτιαχναν οι Μυκηναίοι). Ένα αβαθές θεμέλιο με μια χαμηλή λίθινη βάση, όπου έμπαιναν ξύλινοι πάσσαλοι, οι οποίοι πάσσαλοι κρατούσαν γερά τα συμπαγή τοιχώματα που ήταν πάνω από τη βάση αυτή και αποτελούνταν από ωμά πλιθάρια. Ένα είδος ξυλοδομής.
Στο υψηλότερο πλάτωμα του βουνού αυτού  (μια επιφάνεια 750τ.μ.) ήταν το μοναδικό κτίσμα τουλάχιστον σε αυτή τη φάση. Δεν ήταν μεγάλο. Αλλά με βάση των δύο σωζόμενων τειχών μπορούμε να υπολογίσουμε τη συνολική έκταση σε 7μ.Χ 15μ. Πρέπει να ήταν του ¨αρχηγού¨, αν μπορούμε να του δώσουμε αυτό τον τίτλο, του οχυρού γιατί ήταν στο υψηλότερο σημείο. Σε σύγκριση με τα παλάτια των Μυκηνών και  της Τίρυνθας ή της Πύλου, αυτό ήταν ένα απλό σπίτι.
Κάποτε αυτό το σπίτι με τη ξυλοδομή κάηκε. Ήταν η πρώτη καταστροφή στο πλάτωμα αυτό στη κορυφή. Φαίνεται καθαρά η καταστροφή. Πάνω από αυτή δεν συναντάμε κανένα θραύσμα από τους πρώτους κατοίκους παρά μόνο μυκηναϊκά. Μπορούμε να υποθέσουμε πως οι Μυκηναίοι που εγκαταστάθηκαν εδώ να είχαν από την αρχή το αίσθημα ότι είναι πνευματικά ανώτεροι από τους κατοίκους αυτούς αλλά λόγω του ότι ήρθαν δεύτεροι στη περιοχή να έκαναν υπομονή μέχρι που κάποια ημέρα επαναστάτησαν οι δεύτεροι. Στα ερείπια του σπιτιού έκαναν αργότερα ένα κλίβανο για αγγεία.  Ωστόσο και ο κλίβανος καταστράφηκε. Αυτά –για να μη παρεξηγηθούμε – είναι υποθέσεις.
Λίγο πιο εκεί χτίστηκε πάλι ένα σπίτι, πιθανόν για τον αρχηγό της ακρόπολης, ο οποίος ήταν τώρα Μυκηναίος. Ήταν δε γεμάτη αυτή η οικία με πιθάρια και αμφορείς. Τα πιθάρια είχαν ακόμη τροφές. Από τα συμπεράσματα του Dr.R. Schachl από το Linz (βιολόγος), μπορούμε να αναφέρουμε τον κατάλογο των φαγητών ενός Μυκηναίου άρχοντα.
Συνίσταται κυρίως από όσπρια, κριθάρι, φακές. Σε ένα αγγείο βρέθηκαν απανθρακωμένα σύκα. Μαζί με αυτά –σαν γνήσιοι Έλληνες-έπιναν άφθονο κρασί, που το φύλαγαν σε αμφορείς. Το κρασί το έβαζαν σε μεγάλα αγγεία και το ανακάτευαν με νερό όπως συνηθίζονταν στην αρχαιότητα. Στην Αίγειρα βρέθηκαν πολλά τέτοια αγγεία, τα θραύσματα για την ακρίβεια, όπως π.χ. τα λείψανα από ένα ωραίο κρατήρα με πλούσιο διάκοσμο, το οποίο είχε προέλευση τη Δ. Αχαΐα.
Σπίτι και αποθήκη σύντομα καταστράφηκαν και μετά ξανακτίστηκαν.

Η Μυκηναϊκή περίοδος της Αίγειρας τελείωσε και άρχισαν οι λεγόμενοι ¨σκοτεινοί αιώνες¨ . Με τη πάροδο του χρόνου, ο πληθυσμός εγκατέλειψε τη ψηλότερη κορυφή του βουνού. Τα ευρήματα της κεραμικής περιόδου λιγοστεύουν. Την εξέλιξη αυτή από τη πολιτεία των θνητών, περνούμε στη πολιτεία των αθάνατων θεών, τη παρακολουθούμε και σε άλλες περιοχές, π.χ. στη Μίλητο της Δυτικής Ανατολίας. Και που βρέθηκε στο κέντρο του μεταγενέστερου οικισμού, ένα μυκηναϊκό σπίτι, που το διαδέχτηκε ένα γεωμετρικό λατρευτικό οίκημα και στο δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. χτίστηκε στο σημείο αυτό πρώτα ένας ναός. Μια παρόμοια διαδοχή παρατηρούμε και στο νησί της Σάμου. Αυτό δείχνει πως στα γεωμετρικά χρόνια θα πρέπει να υπήρξε ζωή γύρω στα 1000 π.Χ., στην Αίγειρα. Βρέθηκαν δυο αγγεία με χαλκό μέσα κάτω από τη κορυφή του βουνού, που μπορεί κάποιος πολίτης να τα έκρυψε εκεί λόγω της αξίας που είχαν, μιας και νομίσματα δεν υπήρχαν αυτή την εποχή. Το συνολικό βάρος του ήταν περίπου 15 κιλά. Αποδείχτηκε ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτού του θησαυρού προερχόταν από ένα τριποδικό λέβητα και μάλιστα από ένα πρώιμο κομμάτι που σε αντίθεση με τα προγενέστερα δείγματα ήταν συμπαγές κατά το χύσιμό του. Πιθανόν του 10ου ή 9ου π.Χ. αι., της λεγόμενης προγεωμετρικής εποχής. Τέτοιου τύπου τριποδικοί λέβητες έχουν βρεθεί μέχρι τώρα κατά κύριο λόγο σε ιερά, όπως στην Αρχ. Ολυμπία και στην Ιθάκη. Οι τριποδικοί αυτοί λέβητες έφταναν σαν αφιερώματα. Πιθανόν και αυτός της Αίγειρας να ήταν τοποθετημένος σε κάποιο ιερό στο πλάτωμα της ακρόπολης.
Αρχιτεκτονικά λείψανα  της εποχής αυτής δεν έχουν βρεθεί. Ίσως να αναπτύχθηκε στα εγκαταλελειμμένα  ερείπια των μυκηναϊκών κτισμάτων μια λατρεία κάποιου ήρωα, που προστέθηκε αργότερα και ένα λατρευτικό άγαλμα. Στα λίγα αρχιτεκτονικά λείψανα στο πλάτωμα της κορυφής στην Αίγειρα, τότε μια μονάχα κατασκευή είναι δυνατή για ένα τέτοιο απλό ναόσχημο κτίσμα, όπου θα στεγαζόταν το λατρευτικό άγαλμα, δηλαδή ένα θεμέλιο πεταλόσχημο με το άνοιγμα στα ανατολικά. Αυτό είναι νεότερο από τα μυκηναϊκά στρώματα. Εξαιτίας του απλού τρόπου δομής ωστόσο δεν είναι κατά πολύ νεότερο. Υπάρχουν ελάχιστες στρώσεις του θεμέλιου (=της βάσης ). Η καθ’αυτή ανωδομή θα ήταν κατασκευασμένη φαίνεται από ωμά πλιθάρια. Παρόμοιες κατασκευές υπάρχουν στη Δήλο, στη Μίλητο, στη Σάμο, στη Χίο. Έτσι μπορούμε να τα χρονολογήσουμε αυτά τα κτίσματα, το αργότερο στον 7ο ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., ότι εδώ ίσως πρόκειται για τη κάτοψη του ναού της Άρτεμης που αναφέρει  ο Παυσανίας και που κατά τα λεγόμενά του ήταν αφιερωμένος στην Ιφιγένεια, το οποίο παραμένει καθαρή υπόθεση που δύσκολα βέβαια αποδεικνύεται. Θραύσματα από γυναικείες μορφές βγαίνει το συμπέρασμα, ότι έχουμε -κατά πάσα πιθανότητα – λατρεία θηλυκής θεότητας.

Το θέατρο
ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ
Τον 5ο αι. περίπου η κορυφή της ακρόπολης με το υποτιθέμενο ιερό της τειχίστηκε. Πού βρισκόταν άλλοτε ο οικισμός δεν ξέρουμε. Στα χρόνια αυτά η πόλη δεν είχε μεγάλη σημασία. Με την επανίδρυση της αχαϊκής συμμαχίας της έδωσε μια ώθηση (5ος - 4ος αι. π.Χ.). Στα χρόνια αυτά θα πρέπει να κτίστηκε και το θαυμάσιο θέατρο, σε ένα χαμηλότερο πλάτωμα της βορινής πλαγιάς του βουνού. Από τη πρόσοψη του προσκηνίου που ήταν φτιαγμένο από πεσσούς και διακοσμημένο με ημικίονες, βρέθηκαν μέρη της θεμελίωσης, καθώς και ένα θραύσμα από κίονα στα βαθύτερα στρώματα. Διατηρείται η αποχέτευση της ορχήστρας και ο βορινός τοίχος της σκηνής με μια κεντρική πύλη, που στα ρωμαϊκά χρόνια την εντοίχισαν. Ο εσωτερικός χώρος ήταν χωρισμένος σε δύο κλίτη με μια σειρά πεσσούς αξονικά τοποθετημένων. Από τους ίδιους τους πεσσούς έχουμε δύο αποτυπώματα στη θεμελίωση, κάτι σαν τα αρνητικά τους περίπου.
Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των κατασκευών καταστράφηκε κατά τη μετατροπή του οικοδομήματος της σκηνής στον 2ο αι. μ.Χ. Το νέο κτίσμα ανταποκρινόταν στα γούστα των ρωμαϊκών χρόνων. Δημιουργήθηκε μια τρίπατη σκηνή, που το αρχιτεκτονικό της διάκοσμο μαρτυρούν κατά κάποιο τρόπο τα λιγοστά λείψανα. Η πρόσοψη ήταν χωρισμένη σε τρεις ορόφους με προστατευτική στέγη. Το κάτω πάτωμα σε  δωρικό ρυθμό, το μεσαίο σε ιωνικό και το κάτω σε κορινθιακό. Τη θέση του προσκηνίου από το οποίο στο ελληνικό θέατρο έβγαιναν οι ηθοποιοί στην ορχήστρα, σχήματος πετάλου, πήρε μια υπερυψωμένη βάση, το λογείο. Στο εξής οι ηθοποιοί έπαιζαν σε αυτό το υπερυψωμένο επίπεδο, όπως στο σύγχρονο θέατρο, που η σκηνή του βρίσκεται πάνω από την ορχήστρα. Στην αρχαιότητα εδώ εμφανιζόταν ο χορός, το σπουδαιότερο κομμάτι του δράματος.
Το κτίσμα της τρίτης πρόσοψης της σκηνής χρονολογείται στα χρόνια του αυτοκράτορα Ανδριανού (117μ.Χ.- 138μ.Χ.) χάρις σε ένα νόμισμα. Ένα νόμισμα επίσης μας δίνει την πληροφορία για μια νέα ανοικοδόμηση στο δεύτερο τρίτο του 3ου αι.
Γύρω από το θέατρο υπάρχει μια σειρά μικρών ναόσχημων κτισμάτων που είναι σκορπισμένα αστεροειδώς. Ίσως πρόκειται για θησαυρούς, όπου φυλάγονταν αφιερώματα, για να προστατεύονται από τον αέρα και γενικότερα από τη κακοκαιρία ή από επιθέσεις εχθρών. Αν όμως οι ναΐσκοι  αυτοί ήταν θησαυροί, τότε θα πρέπει εδώ να υπήρχε ένα σπουδαίο ιερό. Αλλιώς η παρουσία τους θα ήταν χωρίς νόημα. Σ’ένα από αυτά τα κτίσματα βρέθηκε το κεφάλι του Δία και το χέρι που έχουμε προαναφέρει. Το άγαλμα βρισκόταν πάνω σε μωσαϊκό του 3ου αι. π.Χ., που ταυτίστηκε μόλις το 1972. Το ερώτημα όμως είναι πού βρίσκονταν ο ναός του Δία στην Αίγειρα. Πρέπει οπωσδήποτε, σύμφωνα με τους ειδικούς, να υπήρχε ένας τέτοιος ναός. Αν διαβάσει κανείς προσεκτικά τις αναφορές του Παυσανία, θα διαπιστώσει ότι ακριβώς σε σχέση με το άγαλμα του Ευκλείδη, αναφέρεται πάντα ένα ιερό, αλλά ποτέ ναός. Ίσως να μην υπήρχε ναός και το άγαλμα να ήταν στημένο στο ύπαιθρο. Ίσως να προφυλασσόταν  μόνο από μια απλή στέγη. Έχουμε τέτοια παραδείγματα π.χ, στο Σούνιο, όπου στη πρώιμη αρχαϊκή περίοδο, γύρω στα 600 π.Χ., ήταν στημένα αγάλματα θεών στο ιερό του Ποσειδώνα, πολύ πριν χτιστεί ο περίφημος ναός στους Επιγεφύριους Λοκρούς στη Κάτω Ιταλία, όπου πάλι είχαν ένα ιερό χωρίς ναό, αλλά με θησαυρούς.
Όλο το συγκρότημα αυτό με τη πρόσοψή του σαν βεντάλια, στο πλάτωμα που εκτείνεται στα βορινά του θεάτρου με τον άξονά του και τους θησαυρούς στα πλαϊνά, μοιάζει να μας λέει ότι έχουμε μπροστά μας ένα πολύ καλά σχεδιασμένο ιερό. Τώρα καταλαβαίνουμε,  γιατί ακριβώς ο Παυσανίας, αποσιωπά τη παρουσία του θεάτρου. Όχι γιατί παρέβλεψε, αλλά γιατί ήταν μέρος του ιερού του Δία. Και αυτό ήταν ολοφάνερο τόσο σημαντικό, ώστε η απόσταση της επόμενης τοποθεσίας, της Φελλόης, μετρήθηκε ακριβώς από αυτό το ιερό και όχι γενικά από τη πόλη. Εκεί όμως που θα έπρεπε να βρίσκεται ο οικισμός στη σύγχρονη τοποθεσία Σελιάνα, βρήκαν όχι μόνο ερείπια στην επιφάνεια αλλά και θραύσματα κεραμικών. Ανάμεσά τους ζωγραφισμένα ερυθρόμορφα θραύσματα που είχαν φτιαχτεί στην Αττική. Τα ευρήματα αυτά καλύπτουν χρονικά το διάστημα από τη μεσοελλαδική περίοδο, δηλαδή την 3η χιλιετία π.Χ., μέχρι τα αυτοκρατορικά χρόνια της Ρώμης.
Για άλλη μια φορά ο περιηγητής Παυσανίας δεν απογοήτευσε κανέναν. Απλά θέλει μεγάλη προσοχή σε αυτά που γράφει για να καταλάβουμε καλύτερα τις περιγραφές στα βιβλία του.



ΠΗΓΕΣ:
1. Dr. WILHELM  ALZINGER, Αυστριακού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του   Πανεπιστημίου της Βιέννης.
2.   Τουριστικός Όμιλος: ¨Η ΑΡΧΑΙΑ ΑΙΓΕΙΡΑ¨
3.   Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
4.   «ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ : Ελλάδα-Ρώμη» του Γιάννη Λάμψα
5.   ΑΙΓΕΙΡΑ : ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΑΙΓΕΙΡΑΣ

       Επιμέλεια :Κώστας Ρόζος (Εφημερίδα Φρουρός)- Φωτογραφίες

Αναγνώστες