Κυριακή 1 Απριλίου 2018


ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΞΟΝΤΩΣΗ-ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ ΚΑΙ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ- ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ          ΠΛΥΘΥΣΜΩΝ (ΕΛΛΗΝΩΝ, ΠΟΝΤΙΩΝ, ΑΡΜΕΝΙΩΝ,ΑΣΣΥΡΙΩΝ)

Το 1908 δημιουργήθηκε ένα επαναστατικό κόμμα με το όνομα Επιτροπή Ενότητας και Προόδου που έγινε ευρέως γνωστό ως κίνημα των Νεότουρκων. Με σύνθημα τους το «Ελευθερία, Δικαιοσύνη, Ισότητα, Αδελφοσύνη», οι Νεότουρκοι έτυχαν μεγάλης αποδοχής από όλα τα στρώματα της οθωμανικής κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανικών μειονοτήτων. Με τη βοήθεια του στρατού, οι Νεότουρκοι πίεσαν το σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ τον Β΄ να δώσει νέο σύνταγμα αντικαθιστώντας εκείνο που ο ίδιος είχε ανακαλέσει. Εκτός από τις θέσεις τους για τα διεθνή θέματα, όπως ήταν η αντιμετώπιση του δυτικού ιμπεριαλισμού και η βελτίωση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας τους, το όραμα των Νεότουρκων για την Οθωμανική Αυτοκρατορία στόχευε σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων που θα ανέτρεπαν την οικονομική ευρωστία των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, δηλαδή των  Ελλήνων, των Αρμενίων και των Εβραίων, και στη δημιουργία μιας αστικής τάξης  που θα απαρτιζόταν από Τούρκους μουσουλμάνους.
            Αρχικά οι Νεότουρκοι εμφανίστηκαν να συμπεριλαμβάνουν όλες τις εθνικές και θρησκευτικές ομάδες στην πρωτοποριακή τους κυβέρνηση για να δημιουργή-σουν μία πολυεθνική, πολυπολιτισμική ομοσπονδία. Ακόμα και οι χριστιανοί εκπρο-σωπούνταν στο κοινοβούλιο. Μετά από εκατοντάδες  χρόνια οθωμανικής καταπίε-σης, οι πιο προοδευτικές δυνάμεις στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν φέρει ένα κλίμα ευφορίας. Στον Πόντο έπνευσε αέρας ανανέωσης και οι Πόντιοι ανέκτησαν την αυτοεκτίμηση που είχαν στερηθεί στο παρελθόν. Όμως, αυτή η περίοδος της  αγαλλίασης έμελλε να τελειώσει με τον πιο σκληρό τρόπο.
            Αν και η Ελλάδα είχε ήδη απελευθερωθεί από τους Οθωμανούς στις αρχές του 19ου αι. υπήρχαν πολλές περιοχές όπου οι Έλληνες αποτελέσαν μεν την πλειοψηφία του πληθυσμού, αλλά υπέφεραν από την τυρρανία του οθωμανικού ζυγού. Μέχρι το 1910, οι Έλληνες, οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι είχαν ήδη συνειδητοποιήσει ότι δεν πρόκειται τελικά να ωφεληθούν από το νέο σύνταγμα. Μαζικές συλλήψεις, στυγερά βασανιστήρια και δολοφονίες χριστιανών, ξεκινώντας από τους προύχοντες και τους κληρικούς, έλαβαν χώρα σε όλη τη Μακεδονία. Αυτές οι χωρίς διακρίσεις διώξεις υπήρξαν σημαντικός παράγοντας που οδήγησε τον πρω-θυπουργό της Ελλάδας Ελευθέριο Βενιζέλο να δημιουργήσει συμμαχία με την  Βουλγαρία και την Σερβία και να κηρύξει πόλεμο κατά της Τουρκίας. Σε αυτόν τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο του 1912-1913, η Ελλάδα ξανακέρδισε  εδάφη που ήταν ελληνικά από την αρχαιότητα, όπως την Κρήτη. Στον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο το 1913, η Ελλάδα επανέκτησε τμήματα της Μακεδονίας από την Βουλγαρία.
            Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους , μια φατρία των Νεοτούρκων, με αρχηγό τον Εμβέρ Πασά και τον Ταλάατ Μπέη, κέρδισε τον έλεγχο της κυβέρνησης και με το σύνθημα «η Τουρκία για τους Τούρκους» άρχισε, περί το 1914 να δίνει εντολές για την κατάσχεση των ελληνικών περιουσιών και την ολοκληρωτική σφαγή και εξορία του ελληνικού πληθυσμού στην Ανατολία-γεωγραφικός όρος που περιλάμβανε όλη τη Μικρά Ασία. Όπως συμβαίνει πάντα, οι προύχοντες των πόλεων και των χωριών, οι κληρικοί, οι δάσκαλοι και οι έμποροι ήταν οι πρώτοι που συνελήφθησαν και εξορίστηκαν προς το εσωτερικό της χώρας ή δολοφονήθηκαν.
            Ο γενικός πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη Τζωρτζ  Χόρτον ανέφερε ότι το 1914 αποφασίστηκε γενικός οικονομικός αποκλεισμός των ελληνικών επιχειρήσεων και προϊόντων στην Ανατολία και αυτό ανάγκασε τους Έλληνες σε χρεοκοπία. Άτεχνες λιθογραφίες, με κομμένες και κολλημένες απεικονίσεις Ελλήνων να σκοτώνουν και να διαμελίζουν Τουρκάλες γυναίκες και παιδιά, τυπώθηκαν κρυφά από την κυβέρνηση και κατόπιν τοποθετήθηκαν στα τζαμιά και στα σχολεία για να εξεγείρουν τον τουρκικό πληθυσμό εναντίον των Ελλήνων. Επίσης, διάφορα άρθρα στις εφημερίδες υποδαύλιζαν το μίσος για τους «Έλληνες Άπιστους». Ξέσπασαν εξεγέρσεις κατά των Ελλήνων και απλώθηκαν σε όλη τη Μαύρη Θάλασσα και κατά μήκος των δυτικών παραλίων από την Πέργαμο μέχρι την Λυδία. Ο Τζωρτζ Χόρτον επιβεβαιώνει ότι «μερικές εκατοντάδες χιλιάδες οδηγήθηκαν στην εγκατάλειψη των αγροκτημάτων τους ή μακριά από τα χωριά τους». Μόνο στη Φώκαια, μία παραλιακή πόλη κοντά στη Σμύρνη, και οι  οχτώ χιλιάδες Έλληνες κάτοικοι σφαγιά-στηκαν ή ξυλοκοπήθηκαν και διώχτηκαν από τα σπίτια τους. Οι περιουσίες τους κλάπηκαν. Εκατοντάδες χιλιάδες απελάθηκαν από τις πατρογονικές τους εστίες προς τα νησιά του Αιγαίου.
            Την ίδια περίοδο, η συμμαχία της Γερμανίας με την Οθωμανική Αυτοκρατο-ρία γινόταν ολοένα και ισχυρότερη και εκείνη τη χρονιά, το 1914, η Γερμανία κήρυξε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
            Πριν καταληφθεί η περιοχή της Τραπεζούντας στον Πόντο από τους Ρώσους το 1915, ο Τούρκος κυβερνήτης Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμί Μπέης παρέδωσε την πόλη στον Μητροπολίτη Χρύσανθο, τον τοπικό Έλληνα προύχοντα, δηλώνοντας: «Από τους Έλληνες πήραμε την πόλη και σε Έλληνες την επιστρέφουμε.». Η ποντιακή κυριαρχία, όμως, ήταν βραχύβια. Μέχρι το 1917, η Ρωσία, εξασθενημένη από τους πολέμους, αποσύρθηκε. Ο τσάρος παραιτήθηκε και οι μπολσεβίκοι, καθοδηγούμε-νοι από τον Λένιν, πήραν τον έλεγχο της κυβέρνησης.
            Οι μεγάλες απώλειες, η οικονομική κατάρρευση και η πρόταση του Αμερι-κανού προέδρου Γούντρου Ουίλσον, που έγινε γνωστή ως πρόταση των «δεκατεσ-σάρων σημείων», ανάγκασαν τη Γερμανία να παραδεχτεί την ήττα της και έτσι, το 1918, έληξε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Όμως, ακόμα και μετά την κήρυξη της εκεχειρίας, οι Πόντιοι συνέχισαν να σφαγιάζονται  και οι πορείες θανάτου δεν σταμάτησαν. Ο Μουσταφά Κεμάλ και οι οπαδοί του συνέχισαν απτόητοι το έργο των Νεοτούρκων.
            Οι Πόντιοι που είχαν καταφύγει στην Ρωσία είχαν οργανωθεί με σκοπό να διεκδικήσουν την δικαίωση του ποντιακού ελληνισμού και εξέδωσαν ψηφίσματα που θα τους επέτρεπαν να επιστρέψουν στις πατρογονικές εστίες τους. Αλλά το τελευταίο κύμα των κυβερνητικών υποσχέσεων ακολούθησαν νέες σφαγές και απελάσεις, οι οποίες, ως συνήθως, είχαν ως πρώτα θύματά τους τούς μορφωμένους και τους κληρικούς. Και, για μια ακόμη φορά, οι εγγυήσεις για την ασφάλεια των χριστιανικών μειονοτήτων αποδείχθηκαν άνευ αξίας. Αναγνωρίζοντας ότι μονάχα η πλήρης αυτονομία ή ένα ανεξάρτητο ποντιακό κράτος θα παρείχε την απαραίτητη εγγύηση για να σταματήσουν παρόμοιες σφαγές, Πόντιοι από όλο τον κόσμο, μέχρι και από τις ΗΠΑ, συγκεντρώθηκαν στην Μασσαλία της Γαλλίας και διεξήγαγαν το πρώτο Παμποντιακό Συνέδριο τον  Φεβρουάριο του 1918. Ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης, ένας εύπορος Πόντιος έμπορος από την Μασσαλία, εξελέγη πρόεδρος. Στο συνέδριο συντάχθηκε ψήφισμα – παρόμοιο με ψηφίσματα που είχαν εκδόσει άλλες ποντιακές ομάδες στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα – και κατόπιν ζητήθηκε βοήθεια από την Ρωσία. Σε τηλεγράφημα που απευθυνόταν στον Τρότσκι, οι σύνεδροι ζητούσαν την στήριξη του ψηφίσματος που αφορούσε στην ποντιακή ανεξαρτησία και την συμπαράστασή του για την δημιουργία ενός αυτόνομου ελληνοποντιακού κράτους.
            Στις Διασκέψεις της Ειρήνης του 1919, η Βρετανία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Βουλγαρία, οι Σέρβοι, οι Κροάτες, οι Αζέροι, οι Αρμένιοι, οι Άραβες, οι Κούρδοι και οι Εβραίοι Σιωνιστές πρόβαλλαν όλοι τις διεκδικήσεις τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ακόμα και οι Πόντιοι έθεσαν αιτήματα, αν και οι προσπάθειές τους αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς. Ακολούθησε σειρά καταπατημένων υποσχέσεων και προδοσιών, καθώς και η παραποίηση των γεγονότων από την Βρετανία, και όλα αυτά δημιούργησαν τις συνθήκες συγκρούσεων και διαφωνιών, οι οποίες συνεχίζονταν μέχρι τις μέρες μας και οδήγησαν τον πρωθυπουργό της Γαλλίας Ζωρζ Κλεμανσώ να δηλώσει με λύπη: «Τι ξεκίνημα για την Κοινωνία των Εθνών!».
            Η Ιταλία, αποφασισμένη να πραγματοποιηθούν όσα της είχαν υποσχεθεί κατά τη διάρκεια της συμφωνίας του 1917 που δεν εφαρμόστηκε ποτέ, ξεκίνησε την αποβίβαση στρατευμάτων στην νότια Ανατολία το Μάρτιο του 1919, δύο μήνες μετά την λήξη της Συνδιάσκεψης Ειρήνης. Για να αποτραπεί η κυριαρχία της Ιταλίας σε περιοχές της Ανατολίας, η Βρετανία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ ζήτησαν από την  Ελλάδα να αποβιβάσει στρατεύματα στη Σμύρνη. Η αποβίβαση έγινε στις 15 Μαΐου 1919. Η κατάληψη αυτή πυροδότησε τον πρώτο ελληνο-τουρκικό πόλεμο του 1919-1922. Έμελλε, επίσης, να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην επικράτηση του Μουσταφά Κεμάλ επί των αντίπαλων πολιτικών ομάδων στην Τουρκία, δίνοντάς του τον τίτλο «Ατατούρκ», που σημαίνει «Πατέρας των Τούρκων».
            Τον Ιούνιο του 1920, τα εθνικιστικά στρατεύματα του Κεμάλ επιτέθηκαν στις βρετανικές δυνάμεις κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Αυτή η ενέργεια του Κεμάλ, σε συνδυασμό με την τότε πρόσφατη ήττα των γαλλικών δυνάμεων στο Μαράς και στην Κιλικία και τις ολοένα στενότερες σχέσεις των Τούρκων με τους Ρώσους, τρο-μοκράτησαν τους Βρετανούς. Μην έχοντας δικά της στρατεύματα διαθέσιμα για να προστατεύσει την πρωτεύουσα, η Βρετανία ζήτησε από την Ελλάδα να στείλει στρατό στην Κωνσταντινούπολη, διαβεβαιώνοντάς την ότι οι όροι της Συνθήκης των Σεβρών που έμελλε να υπογραφεί σύντομα θα διασφαλίζονταν από την παρέμβαση της Ελλάδας. Η Ελλάδα συμφώνησε με τον όρο ότι ο στρατός της θα προχωρούσε από την Σμύρνη. Η Βρετανία αλλά και η Γαλλία συμφώνησαν με τους όρους της Ελλάδας.
            Για την Ελλάδα, η αποστολή της είχε ξεκάθαρο στόχο: την επανάκτηση εδαφών που είχαν χαθεί αιώνες νωρίτερα. Για την Βρετανία και την Γαλλία, ο στό-χος ήταν η παρεμπόδιση των εθνικιστικών στρατευμάτων του Κεμάλ, ώστε να μην εκδιωχθούν οι συμμαχικές δυνάμεις. Η τριμερής επιθετική τακτική της Ελλάδας υπήρξε επιτυχημένη. Μέχρι τις αρχές Ιουλίου, λίγες μόνο βδομάδες μετά την επέλαση των στρατευμάτων της, η Ελλάδα επανέκτησε την Προύσα και το μεγαλύτερο μέρος της Ανατολίας, κατέλαβε την Ανατολική Θράκη και εξουδετέρωσε την αντίσταση έξω από την Κωνσταντινούπολη.
            Όπως είχε υποσχεθεί ο πρόεδρος Ουίλσον, η Συνθήκη των Σεβρών, που υπο-γράφηκε στις 10 Αυγούστου 1920, έδινε στις μειονότητες της Τουρκίας, όπως ήταν  οι Αρμένιοι και οι Κούρδοι, εδάφη και κρατική υπόσταση. Στην Ελλάδα δινόταν η Ανατολική Θράκη και τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Η Συνθήκη αναγνώριζε, επίσης, το δικαίωμα της Ελλάδας να καταλάβει την Σμύρνη και τα περίχωρά της για πέντε χρόνια, μετά το πέρας των οποίων το Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών θα παραχωρούσε την περιοχή μόνιμα στο Βασίλειο της Ελλάδος ή θα αποφάσιζε να διεξαχθεί δημοψήφισμα των κατοίκων, οπότε θα μπορούσαν να επιλέξουν αν θα ανήκαν οριστικά πια στην Ελλάδα.
            Στην επίσημη αναφορά του, ο Τζωρτζ Χόρτον βεβαίωνε ότι το βραχύβιο ελληνικό καθεστώς στη Σμύρνη είχε υπάρξει «το μόνο πολιτισμένο και ωφέλιμο καθεστώς που είχε γνωρίσει η περιοχή από τους αρχαίους χρόνους». Ο Έλληνας κυβερνήτης που διορίστηκε στην Σμύρνη και τα περίχωρά της, ο Αριστείδης Στεργιάδης, εφάρμοσε έμπρακτα τις προθέσεις του να υπηρετήσει και τους Τούρκους κατοίκους. Τιμώρησε ακόμα σκληρότερα τους Έλληνες όταν ξέσπασαν κάποια βίαια περιστατικά εξαιτίας της αντίστασης που προέβαλαν οι Τούρκοι υπήκοοι στις Ελληνικές δυνάμεις ή μετά από πράξεις αντιποίνων από τους Έλληνες για προηγούμενες σφαγές και ληστείες. Τρεις Έλληνες δικάστηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο.
            Όμως, μια αλλόκοτη εξέλιξη της μοίρας έμελλε να αλλάξει την πορεία της ιστορίας.
            Στις 25 Σεπτεμβρίου 1920, τον Βασιλιά της Ελλάδος Αλέξανδρο που είχε δείξει συμπάθεια για τους Συμμάχους, τον δάγκωσε μια μαϊμού και πέθανε σε διάστημα μικρότερο του ενός μηνός. Ο πατέρας του Αλέξανδρου, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ , που είχε προηγουμένως εκθρονιστεί, επανήλθε στον θρόνο του. Την ίδια περίοδο, ο Νικηφόρος Βενιζέλος καταψηφίστηκε ως πρωθυπουργός και αντικαταστάθηκε από τον εξόριστο Δημήτριο Γούναρη. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αλλά και ο Γούναρης είχαν επιδείξει εχθρική στάση προς τους Συμμάχους.
            Η προφανής νίκη της Ελλάδας δεν προέτρεψε καθόλου τον Μουσταφά Κεμάλ να συμφωνήσει με τους όρους της Βρετανίας στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, τον Μάρτιο του 1921. Έχοντας θυμώσει με την Βρετανία, επειδή αθέτησε τις προηγούμενες εδαφικές συμφωνίες της, αμφότερες η Γαλλία και η Ιταλία πίεσαν τον Κεμάλ να μην υποκύψει στις Βρετανικές διεκδικήσεις. Ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Λόυντ Τζώρτζ αγνόησε την μεταστροφή της κοινής γνώμης στην Βρετανία και ενθάρρυνε κρυφά την Ελλάδα να συνεχίσει τις στρατιωτικές ενέργειες εναντίον του Κεμάλ. Όπως και παλαιότερα, αυτή η ενθάρρυνση δεν συνοδεύτηκε ούτε από οικονομική αλλά ούτε από στρατιωτική υποστήριξη προς την Ελλάδα. Απλά, η Ελλάδα θεώρησε την μυστική προτροπή του Λόυντ Τζωρτζ ως επίσημη εξουσιοδό-τηση της Βρετανίας για να συνεχίσει τον πόλεμο.
            Οι Έλληνες υπήρξαν ιδιαίτερα επιτυχείς στις επιθετικές στρατιωτικές επιχειρήσεις τους, κερδίζοντας την μια μάχη μετά την άλλη. Παρά τις αρχικές δυσκολίες, ο ελληνικός στρατός έφτασε, σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, σε μικρή απόσταση από την Άγκυρα, το αρχηγείο των εθνικιστικών δυνάμεων του Κεμάλ Ατατούρκ στην κεντρική Ανατολία και μέλλουσα πρωτεύουσα του Τουρκικού κράτους. Με τον στρατό των Ελλήνων να βρίσκεται κοντά στον θρίαμβο της κατάληψης της Άγκυρας, ο Μουσταφά Κεμάλ ανέλαβε διοικητής του Τουρκικού στρατού. Με ένα ευφυή πολιτικό ελιγμό ο Κεμάλ συγκάλεσε μυστική συνάντηση του Εθνικού Συμβουλίου όπου πρότεινε να οριστεί απόλυτος μονάρχης για διάστημα τριών μηνών με την υπόσχεση ότι σε αυτό το διάστημα, θα κατάφερνε να εκδιώξει τις Ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Αν και προβλήθηκαν κάποιες αντιρρήσεις, το Εθνικό Συμβούλιο ενέδωσε στο αίτημα του Κεμάλ, γεγονός που οδήγησε στην μετέπειτα άνοδό του στην εξουσία.
            Αντί  να ικανοποιήσει τους συμμάχους της, οι νίκες της Ελλάδας τους αιφνιδίασαν. Φοβούμενοι ότι η Ελλάδα θα απαιτούσε να διατηρήσει τα εδάφη που είχε αποσπάσει από τους Τούρκους με συνακόλουθο τον αποκλεισμό των Συμμάχων, η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία εγκατέλειψαν την Ελλάδα στην πιο κρίσιμη στιγμή, γεγονός που έμελλε να οδηγήσει στην ήττα της. Πέραν αυτού, η Γαλλία και η Ιταλία προχώρησαν σε ξεχωριστές συμφωνίες με τους Τούρκους και άρχισαν να προμηθεύουν τη Τουρκία με χρήματα και όπλα. Μια ξεχωριστή παρόμοια συμφωνία της Ρωσίας επέφερε πρόσθετη υποστήριξη για την Τουρκία.
            Ο ελληνικός στρατός, εξουθενωμένος και αποκομμένος από την γραμμή ανεφοδιασμού, απαραίτητη για να συνεχίσει τον αγώνα, εγκατέλειψε τα εδάφη που είχε κερδίσει στην Ανατολία και υποχώρησε. Μονάχα ο Λόυντ Τζωρτζ συνέχισε να ενθαρρύνει την Ελλάδα να συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι το πικρό τέλος, αλλά η ενθάρρυνσή του αυτή ουσιαστικά δεν υποστηριζόταν ούτε από την κυβέρνησή του ούτε από πολίτες της Βρετανίας.
            Με την απόσυρση τριών μεραρχιών στην Ανατολία και την σύνταξή τους έξω από τη Κωνσταντινούπολη στην Ανατολική Θράκη, ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος Α΄ έλπιζε ότι και μόνο η ανακοίνωση της πρόθεσης να καταλάβει την Πόλη θα ανάγκαζε τους Συμμάχους να παρέμβουν και να παρθούν κάποιες αποφάσεις για τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Στη χειρότερη περίπτωση, ο Κωνσταντίνος θεώρησε ότι τα στρατεύματά του θα μπορούσαν να περάσουν μέσα από τη Κωνσταντινούπολη και να συναντηθούν με τα άλλα ελληνικά στρατεύματα που βρίσκονταν στην Ανατολία. Αργότερα, οι Σύμμαχοι παραπονέθηκαν με πικρία ότι είχαν κινδυνεύσει να εμφανιστούν αδύναμοι, αν η Τουρκία κατάφερνε να τους εκδιώξει από την Κωνσταντινούπολη. Όμως τη στιγμή εκείνη που ο ελληνικός στρατός βρισκόταν στις πύλες της Κωνσταντινούπολης, οι Σύμμαχοι δεν τους επέτρεψαν να περάσει στην Πόλη.
            Την εγκατάλειψη της Ελλάδας από τους Συμμάχους της ακολούθησε η τελική επίθεση των κεμαλικών δυνάμεων στα αποδυναμωμένα μέτωπα του ελληνικού στρατού. Έτσι, οι Έλληνες δεν είχαν άλλη επιλογή από την αποχώρηση προς τη Σμύρνη, το λιμάνι εισόδου τους, και τελικά την οριστική αποχώρησή τους από τα τουρκικά εδάφη, αφήνοντας την πόλη να καεί ολοκληρωτικά.
            Οι Τούρκοι απέδιδαν την ευθύνη για την πυρπόληση Σμύρνης στους έλληνες και στους Αρμένιους, αλλά ένας ανταποκριτής της εφημερίδας Chicago Daily News έστειλε την ακόλουθη ανταπόκριση για την καταστροφή του Σεπτεμβρίου του 1922:
           
«Εκτός από τον φτωχικό μαχαλά, η Σμύρνη έπαψε να υπάρχει. Καμία αμφιβολία δεν υπάρχει για τους δράστες της πυρκαγιάς… την φωτιά την έβαλαν Τούρκοι τακτικοί στρατιώτες».

Οι φωτιές ξεκίνησαν πρώτα από  την αρμενική συνοικία και ακολούθησαν οι ελληνικές και ευρωπαϊκές  συνοικίες. Καθώς η φωτιά χιμούσε από την καταρρακωμένη πόλη προς τη θάλασσα, οι απεγνωσμένοι Έλληνες και Αρμένιοι κάτοικοι της Σμύρνης συνωστίζονταν στην προκυμαία, εκλιπαρώντας για τη σωτηρία τους. Την ίδια ώρα, είκοσι επτά αμερικανικά, βρετανικά,  ιταλικά και γαλλικά πολεμικά πλοία περίμεναν στο λιμάνι. Αποφασισμένοι να επιδείξουν «αυστηρή ουδετερότητα», οι πλοίαρχοι, Αμερικανοί και Σύμμαχοι, έδωσαν αρχικά εντολές να επιτρέπεται η επιβίβαση στα πλοία μόνο στους υπηκόους της κάθε χώρας. Καθώς όμως περνούσαν οι μέρες, η απόγνωση μεταφέρθηκε και στους πλοιάρχους και το πλήρωμα των πλοίων , αφού, όλοι είχαν γίνει μάρτυρες της καταστροφικής πυρκαγιάς που έσβηνε την πάλαι πότε πανέμορφη Σμύρνη και έβλεπαν τους κατοίκους της να οδύρονται δυστυχισμένοι και πανικοβλημένοι στις ακτές. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, Τούρκοι στρατιώτες κατάτρεχαν τους Αρμένιους και τους ξυλοκοπούσαν μέχρι θανάτου. Η σφαγή του αρμενικού και ελληνικού πληθυσμού άφησε τους δρόμους διάσπαρτους από πτώματα που συγκεντρώνονταν κάθε βράδυ και απομακρύνονταν με φορτηγά για να αποτεφρωθούν. Πτώματα Ελλήνων  και Αρμενίων επέπλεαν ακόμα και μέσα στο λιμάνι. Κάποιοι είχαν αυτοκτονήσει πηδώντας στη θάλασσα. Άλλοι είχαν πηδήξει για να πλησιάσουν τα πλοία, ελπίζοντας ότι κάποιος θα τους επέτρεπε να επιβιβαστούν.
Εντέλει ο Μουσταφά Κεμάλ εξέδωσε διάταγμα με το οποίο όλοι οι αρτιμελείς Έλληνες και Αρμένιοι  άντρες μεταξύ δεκαοχτώ και σαράντα πέντε ετών, θα αντιμετωπίζονταν ως αιχμάλωτοι πολέμου και θα οδηγούνταν στα βάθη της Τουρκίας, ενώ όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες και Αρμένιοι θα έπρεπε να αποχωρήσουν από τη χώρα μέχρι την 1η  Οκτωβρίου. ‘Όποιος έμενε πίσω θα αναγκαζόταν και αυτός να πορευτεί προς το εσωτερικό της Τουρκίας, γεγονός που σήμαινε ουσιαστικά σίγουρο θάνατο. Πράγματι, όσοι στάλθηκαν ανατολικά χάθηκαν και κανείς δεν έμαθε ποτέ τίποτα για την κατάληξη τους.
Παρόλο που ο Αμερικανός πρόεδρος Ουίλσον είχε επιδείξει μεγάλο ενδιαφέρον για την προστασία των χριστιανών και των ιεραποστολικών σχολών στην Τουρκία και υιοθετούσε την άποψη της αυτοδιάθεσης των λαών της Μέσης Ανατολής- η οποία θα τους επέτρεπε να επιλέξουν και να εγκαθιδρύσουν τις κυβερνήσεις επιλογής τους- η προτεραιότητα για τον διάδοχό του, τον πρόεδρο Ουόρεν Γκαμάλιελ Χάρτινγκ, βρισκόταν στο εντελώς αντίθετο άκρο του πολιτικού φάσματος. Συμφέροντα, όπως αυτά των πετρελαίων και του εμπορίου με τη Τουρκία, είχαν πλέον καταστεί πρωταρχικής σημασίας, πολύ περισσότερο από τις πολιτικές υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που είχε υιοθετήσει ο Ουίλσον.
Όταν κάποιες αμερικανικές εκκλησιαστικές ομάδες, όπως η Μεθοδική Επισκοπική Εκκλησία, παρότρυναν την αμερικανική κυβέρνηση να παρέμβει με στρατιωτικά μέτρα για να σταματήσουν οι σφαγές των χριστιανών της Τουρκίας, λίγοι ήταν οι Αμερικανοί που κατανόησαν τις συνέπειες της πεισματικής επιθυμίας του προέδρου Χάρτινγκ εμπορικών συναλλαγών με τη Τουρκία. Ο Χάρτινγκ -του οποίου η κυβέρνηση αργότερα για το σκάνδαλο «Τeapot Dome» και άλλα παρόμοια σκάνδαλα πετρελαϊκών συμβάσεων- εξέφρασε τα παράπονά του στον Αμερικανό Υπουργό των Εξωτερικών Τσαρλς Έβανς Χιούζ:

«Πραγματικά, είναι ιδιαίτερα δύσκολο για μένα  να είμαι συνεχώς υπομονετικός με τους καλούς μας φίλους της Εκκλησίας, οι οποίοι είναι ορθώς και ειλικρινώς αφοσιωμένοι στην  προώθηση της ειρήνης, εκτός και αν πρόκειται για εχθροπραξίες με οπαδούς κάποιας αντιμαχόμενης θρησκείας…»

Ο ίδιος ο Χιουζ είχε υπάρξει  υψηλόβαθμο στέλεχος της πετρελαϊκής «Standard Oil of New Jersey» , πριν γίνει Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ.
Σε μια απεγνωσμένη έκκληση ο Αρχιεπίσκοπος Σμύρνης Χρυσόστομος έγραψε στον εξόριστο πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο, ο οποίος όμως αδυνατούσε να προσφέρει βοήθεια:
           
«Ο ελληνισμός της Μ. Ασίας, το ελληνικό κράτος και ολόκληρο το ελληνικό έθνος έχουν υποστεί τα μαρτύρια της κολάσεως απ΄όπου καμία δύναμη δεν θα μπορέσει να τους σώσει….»

Λίγες μέρες αργότερα, η δήλωση του Αρχιεπισκόπου ότι πιθανά να μην είναι ακόμα ζωντανός όταν ο Βενιζέλος θα διάβαζε την επιστολή του αποδείχτηκε προφητική, όπως προφητική υπήρξε και η εκτίμησή του ότι αυτός και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ήταν «καταδικασμένοι…. σε θυσία και μαρτυρικό τέλος». Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ήταν καταζητούμενος από τον Τούρκο στρατηγό Νουρεντίν και πληροφορήθηκε ότι είχε ήδη καταδικαστεί σε θάνατο από κάποιο επαναστατικό στρατοδικείο της Άγκυρας. Ο Χρυσόστομος μετά την σύλληψη του παραδόθηκε στον τουρκικό όχλο με την εντολή: «Να του φερθείτε όπως του αξίζει!». Ο όχλος ξυλοκόπησε και μαχαίρωσε τον Χρυσόστομο, κόβοντάς του τα αυτιά και την μύτη και βγάζοντάς του τα μάτια. Ο όχλος συνέχισε τον διαμελισμό του Χρυσοστόμου μέχρις ότου υπέκυψε στα πολλαπλά του τραύματα.
            Εξαιτίας των πετρελαϊκών και εμπορικών συμφερόντων του προέδρου Χάρντινγκ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατέστη πολιτικά άκρως απαραίτητο να απαλειφθούν από την συνείδηση του αμερικανικού λαού οι συνταρακτικές εικόνες των σφαγών των Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσύριων που είχαν περιγράψει οι πρόξενοι και ιεραπόστολοι στις αναφορές τους. Ο ναύαρχος Μάρκ Λ. Μπρίστολ, ο οποίος διορίστηκε Ύπατος Αρμοστής των ΗΠΑ στην Τουρκία, υπηρέτησε άριστα, με καλές δημόσιες σχέσεις του, την νέα πολιτική στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία. Στο διάστημα 1920-1921, ο Μπρίστολ ασχολήθηκε μανιωδώς με την περικοπή και λογοκρισία των ειδήσεων που αφορούσαν τις σφαγές των Ελλήνων και εξασφάλισε την συνεργασία του αμερικανικού τύπου στο έργο του αυτό. Πίεσε τους ιεραπόστολους και τους αξιωματούχους του Ταμείου Ανακούφισης της Εγγύς Ανατολής – μιας οργάνωσης που είχε στο παρελθόν ενημερώσει αποτελεσματικά το αμερικανικό κοινό για τις σφαγές των Αρμενίων το 1915-1916 – να αποτρέψουν τους υπαλλήλους τους, ώστε να μην αποκαλύπτουν τα όσα έβλεπαν. Κατά την διάρκεια της κορύφωσης των σφαγών και της καταστροφής της Σμύρνης και αντιμέτωπος με τις συνταρακτικές μαρτυρίες και αναφορές των Αμερικανών ιεραποστόλων και άλλων αξιόπιστων πηγών που περιέγραφαν πως οι τακτικοί στρατιώτες του Κεμάλ είχαν πυρπολήσει μεθοδευμένα την Σμύρνη, ο Μπρίστολ υιοθέτησε την τουρκική προπαγάνδα και επέρριψε τις ευθύνες στους Έλληνες και στους Αρμένιους. Κατηγόρησε, επίσης, τον ελληνικό στρατό για επιθέσεις σε Τούρκους πολίτες. Αντίθετα, ο Τζωρτζ Χόρτον έκανε την διάκριση ανάμεσα σε «ένα εξαγριωμένο και προδομένο» ελληνικό στρατό ο οποίος, κατά την διάρκεια υποχώρησής του χωρίς τους αξιωματικούς του, ενεπλάκη σποραδικά σε περιστατικά αντιποίνων με Τούρκους κατοίκους και στην προμελετημένη ολοκληρωτική σφαγή των χριστιανών και την καταστροφή των χωριών τους από το νικηφόρο τουρκικό στρατό με πλήρη εξουσιοδότηση των αξιωματούχων του. Ο Χόρτον σημειώνει ότι αυτός  ο στρατός είχε θεωρητικά την υποχρέωση να προστατεύσει όλους τους πολίτες της χώρας του.
            Στη Σμύρνη κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα ότι οι Γάλλοι θα δέχονταν στα πλοία τους όποιον ισχυριζόταν ότι ήταν Γάλλος, φτάνει να το έλεγε στα γαλλικά. Οι Αρμένιοι που μιλούσαν γαλλικά, αλλά και εκείνοι που δεν μιλούσαν πλημμύρισαν την γαλλική πρεσβεία. Ισχυρίζονταν ότι τα χαρτιά τους είχαν καταστραφεί στις φωτιές και συχνά κατάφερναν να επιβιβαστούν στα πλοία με την βοήθεια κάποιου συμπονετικού καπετάνιου ή άλλου μέλους του πληρώματος. Οι Ιταλοί άφηναν να επιβιβαστούν στα πλοία τους όσους κατάφερναν να φτάσουν μέχρι εκεί. Οι Αμερικανοί ιεραπόστολοι και δάσκαλοι επέμεναν να επιτραπεί η αποβίβαση για τους μαθητές τους και υπερίσχυσαν της αντίστασης των ναυτών και καπετάνιων, οι οποίοι τελικά συνεργάστηκαν μαζί τους για το σκοπό αυτό. Ο Ασά Τζένιγκς, ένας μικροκαμωμένος ιερέας της Μεθοδικής Εκκλησίας από τα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης – του οποίου το ύψος δεν ξεπερνούσε το ενάμισι μέτρο – που μόλις είχε φτάσει στη Σμύρνη με την γυναίκα και τους γιούς του για να εργαστεί στη Χ.Ε.Ν., επέδειξε φιλευσπλαχνία και φιλανθρωπία άνευ προηγουμένου. Εξαιτίας των πρωτοβουλιών που πήρε, τα ελληνικά, αμερικανικά και βρετανικά πλοία εντέλει ένωσαν τις δυνάμεις τους και έτσι σώθηκαν περί τις 250.000 Έλληνες και Αρμένιοι πρόσφυγες που σίγουρα θα πέθαιναν στις ακτές της δυτικής Τουρκίας. Παρά ταύτα, όπως παρατήρησε ένας διασωθείς, «σχεδόν όλοι είχαν χάσει κάποιον δικό τους άνθρωπο». Κάποιοι πρόσφυγες που παρακολουθούσαν από τα καταστρώματα των πλοίων είδαν τα προσφιλή τους πρόσωπα να σφαγιάζονται από τους Τούρκους στρατιώτες την τελευταία στιγμή πριν την διάσωσή τους.
            Στη Μαύρη Θάλασσα, οι βρετανικές επιτροπές – οι οποίες είχαν σταλεί να επιβλέπουν την ασφαλή επιστροφή των Ποντίων στα σπίτια τους – αποσύρθηκαν όταν προέκυψαν άλλες προτεραιότητες, αφήνοντας τους Πόντιους αβοήθητους στην τύχη τους.
            Στο τέλος, η κάθε συμμαχική δύναμη έριχνε το φταίξιμο στις άλλες για τις ήττες στη Τουρκία. Η Βρετανία έριχνε το μεγαλύτερο φταίξιμο στην Αμερική, την οποία κατηγορούσε ότι απέτυχε να υλοποιήσει τη συμφωνία της για την κατοχή και ασφαλή διαφύλαξη της Κωνσταντινούπολης, των Δαρδανελίων και της Αρμενίας. Αυτά αποτελούσαν μέρος της πρότασης Ουίλσον – πρόταση την οποία, όμως ο Ουίλσον ως πρόεδρος των ΗΠΑ, είχε απλά υποσχεθεί ότι θα υπέβαλλε προς έγκριση στο Κογκρέσο. Η πρόταση απορρίφθηκε. Ήταν, όμως, οι παραπλανήσεις όλων των εμπλεκομένων από τον Λόυντ Τζωρτζ, συμπεριλαμβανομένου και του Ουίλσον, που είχαν επιφέρει την καθυστέρηση του κατακερματισμού της Οθωμανικής Αυτοκρα-τορίας και της εφαρμογής της Συνθήκης των Σεβρών του 1920. Αυτή η καθυστέρηση επέτρεψε στον Μουσταφά Κεμάλ να προχωρήσει στην ανασύνταξη των εγκαταλειμ-μένων στρατευμάτων, στην σύνταξη του στρατού και στην προετοιμασία αντίστα-σης  στην εφαρμογή των όρων της συνθήκης.
            Ο Υπουργός των Εξωτερικών Χιουζ απέκρουσε τις κατηγορίες εναντίον των ΗΠΑ. Διαβεβαίωσε ότι η Αμερική είχε ορθά περιορίσει τις δραστηριότητές της στη Τουρκία μόνο στην προστασία των αμερικανικών εμπορικών συμφερόντων, κυρίως πετρελαϊκών, και απέδωσε «την καταστροφή των ελληνικών στρατευμάτων τον τελευταίο ενάμισι χρόνο» στις ίντριγκες των συμμάχων και «στη διπλωματία της Ευρώπης».
            Ο Τζώρτζ  Χόρτον επέρριψε τις ευθύνες στους Συμμάχους για την διπλοπροσωπία τους και απέδωσε τις σφαγές των χριστιανών και την καταστροφή της Σμύρνης αφενός στο ειδύλλιο που ανέπτυξαν οι σύμμαχοι με τον Μουσταφά Κεμάλ την εποχή που οι δυνάμεις του Κεμάλ έμπαιναν στην πόλη και αφετέρου στην αντιπαρεμβατική πολιτική των Συμμάχων, η οποία σήμαινε την σιωπηρή έγκριση των σφαγών των χριστιανών. Ο Χόρτον ακόμη θεώρησε ένοχη και την Αμερική για την ίδια αυτή πολιτική της μη παρέμβασης και της εύνοιας προς τον Κεμάλ, ενώ επέρριψε ευθύνες και στην Ελλάδα για την αρχική εμπιστοσύνη που έδειξε στις προτροπές των Συμμάχων, χωρίς όμως να έχει εξασφαλίσει γραπτή συνθήκη και δήλωση υποστήριξης. Παρά ταύτα, ο Χόρτον επέρριπτε τις μεγαλύτερες ευθύνες στον Μουσταφά Κεμάλ για την βάρβαρη φιλοδοξία του να αφανίσει όλους τους χριστιανούς από την Τουρκία. «Οι σφαγές από την πλευρά των Τούρκων, πάντα διαπράττονται από την ανώτατη ηγεσία» διαβεβαιώνει ο Χόρτον.
            Ένας βιογράφος του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ ισχυρίζεται ότι ο Ατατούρκ είχε δώσει διαταγές να μην σκοτωθεί κανένας Έλληνας από Τούρκο στρατιώτη κατά τη διάρκεια της πορείας των Ελλήνων και Αρμενίων προς την εξορία. Αναφέρεται ακόμη ότι παρόμοιες εντολές είχε δώσει σε σχέση με τη θανάτωση Ελλήνων και Αρμενίων στη Σμύρνη. Αυτές οι εντολές, αν όντως δόθηκαν , αποδείχθηκαν απλά ένα ανούσιο τέχνασμα δημοσίων σχέσεων που δεν επέφερε καμία ευνοϊκότερη εξέλιξη, πέραν των φρούδων ελπίδων κάποιων θυμάτων. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γενοκτονία των ελληνικών, αρμενικών και ασσυριακών πληθυσμών της Τουρκίας υπήρξε συστηματική και προμελετημένη. Σύμφωνα με αμερικανικές διπλωματικές αναφορές, και ο ίδιος ο Ατατούρκ είχε αναμειχθεί άμεσα στη σφαγή των χιλιάδων αθώων Ελλήνων και Αρμένιων αμάχων και ήταν παρών στη Σμύρνη όταν οι στρατιώτες του πυρπολούσαν την πόλη. Αναφέρεται επίσης , ότι ο Ατατούρκ συγκάλεσε συνέδρια στο Ερζερούμ και στη Σεβάστεια – που βρίσκεται ανατολικά- το καλοκαίρι του 1919, όπου πάρθηκε η απόφαση να γίνει επίθεση «σε όλους τους λαούς της Ρούμελης και όλους τους Έλληνες».  Εκείνη την περίοδο, 1919-1920, ο Ατατούρκ εγκατέστησε την προσωρινή του κυβέρνηση στην Άγκυρα και πριν επιτύχει την απομάκρυνση του σουλτάνου  ο Τσεμάλ Μουσκέτ, νομικός σύμβουλος του σουλτάνου, συγκέντρωσε διάφορα έγγραφα από τα σουλτανικά αρχεία και συνέταξε μια αναφορά. Η αναφορά αυτή βρέθηκε στα αρχεία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, όπως αναφέρει ο καθηγητής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Κώστας Φωτιάδης:
           
«Η κυβέρνηση της Άγκυρας αποφάσισε ότι αρχικά οι Έλληνες των περιοχών του Αταμπαζάρ και του Κάλτρας και μετέπειτα οι Έλληνες του Πόντου θα σφαγιαστούν και θα εξολοθρευτούν. Αυτός ανέθεσε στον Γιαβούρ Αλί να κάψει ολοκληρωτικά το ελληνικό χωριό που βρίσκεται κοντά στο Γκέιβ και να σκοτώσει όλους τους κατοίκους του. Η τραγωδία διήρκησε δύο μέρες. Το χωριό με τα δώδεκα εργοστάσια και τα ωραία κτήρια έγινε σκουπιδότοπος. Το 90% του πληθυσμού είτε σφαγιάστηκε, είτε κάηκε. Οι λίγοι που κατάφεραν να δραπετεύσουν και να σωθούν κατέφυγαν στα βουνά. Για να διατηρήσει τους Τσέτες του, ο Μουσταφά Κεμάλ αναγκάστηκε να βρει κάποια περιοχή από όπου θα έκαναν επίθεση. Γι’ αυτό το σκοπό, πήγε στην περιοχή του Πόντου. Οι σφαγές, οι λεηλασίες και η εξολόθρευση των κατοίκων της περιοχής αυτής κράτησε από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Αύγουστο. Οι εκτοπίσεις και οι δολοφονίες διεπράχθησαν με την ημιεπίσημη συμμετοχή του στρατού και του διοικητικού προσωπικού… Οι τουρκικές αρχές και οι τουρκικές κυβερνήσεις του 1919 – 1920 δεν προσπαθούν να αρνηθούν τις πράξεις τους, ακόμα και στην Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι. Επιχειρούν, όμως, να επιρρίψουν όλες τις ευθύνες στους Νεότουρκους, με άλλα λόγια, στην κυβέρνηση».
           
΄Εξι χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά της περιοχής της Μπάφρας κάηκαν ζωντανοί, καθώς αναζήτησαν προστασία στις εκκλησίες. Τα υπάρχοντα τους κλάπηκαν. Στην πόλη Αλαγιάμ , άλλοι 2500 χιλιάδες χριστιανοί σφαγιάστηκαν. Από τους25000 κατοίκους της περιοχής της Μπάφρας εξοντώθηκε το 90%, είτε με μαζικές σφαγές είτε με την αποστολή τους στις πορείες θανάτου, όπου συχνά τους βίαζαν, τους έκλεβαν και τους άφηναν να πεθάνουν από την πείνα και τις αρρώστιες.
Όσοι απολογούνται εκ μέρους της τουρκικής κυβέρνησης, συχνά είτε ισχυρίζονται  ότι οι θάνατοι των χριστιανών εντάσσονται στις συνέπειες ενός πολέμου και της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είτε επιρρίπτουν τις ευθύνες για τη σφαγή και εξορία των Ελλήνων της Τουρκίας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922. Όμως μια σειρά γερμανικών και αυστριακών εγγράφων και επίσημης αλληλογραφίας που πρόσφατα είδε το φως της δημοσιότητας τεκμηριώνουν ότι οι βάρβαρες προθέσεις της Τουρκίας εναντίον του ένδημου χριστιανικού πληθυσμού, που περιλάμβανε Έλληνες, Αρμένιους και Ασσύριους, προϋπήρχαν της αποβίβασης των ελληνικών στρατευμάτων στην Σμύρνη. Μάλιστα τα έγγραφα μαρτυρούν τις προθέσεις των Τούρκων ακόμα και πριν την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στην πλευρά των Συμμάχων το 1917. Ακόμα και πολύ πιο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-1913 στην πραγματικότητα, τα γεγονότα υπήρξαν απλά η περισσότερο μεθοδευμένη συνέχεια των σφαγών του 19ου  αιώνα. Δυστυχώς, οι γερμανικές, ούτε οι αυστριακές αρχές φρόντισαν να παρέμβουν ώστε να εμποδίσουν το σχέδιο της γενοκτονίας που είχε η Τουρκία.
24 Ιουλίου1909. Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα Βάγκενχαϊμ προς καγκελάριο Μπουλόου, μεταφέροντας τα λόγια του Τούρκου πρωθυπουργού Σεφκέρ Πασά: « Οι Τούρκοι έχουν αποφασίσει να διεξάγουν πόλεμο για να εξολοθρεύσουν τους χριστιανούς υπήκοούς τους».
26 Ιουλίου1909. Σεφκέρ Πασάς προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄: «Θα σας αποκεφαλίσουμε, θα σας κάνουμε να αφανιστείτε. Ή εσείς ή εμείς θα επιβιώσουμε».
14 Μαΐου1914. Επίσημο έγγραφο του Ταλαάτ Μπέη Υπουργού Εσωτερικών, προς τον Διοικητή της Σμύρνης: «Οι Έλληνες που είναι Οθωμανοί υπήκοοι και απαρτίζουν την πλειοψηφία των κατοίκων της περιοχής σας εκμεταλλεύονται τις περιστάσεις για να προκαλέσουν ένα επαναστατικό ρεύμα, ευνοώντας την παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Συνεπώς, έχει καταστεί εξαιρετικά επείγον για όλους τους Έλληνες που κατέχουν τα παράλια της Μικράς Ασίας να οδηγηθούν σε εγκατάλειψη των χωριών τους και στην εγκατάστασή τους στα βιλαέτια του Ερζε- ρούμ και της Χαλδαίας. Αν αρνηθούν να μεταβούν στις προκαθορισμένες περιοχές, παρακαλώ να δώσετε οδηγίες στους μουσουλμάνους αδελφούς μας, ούτως ώστε να αναγκάσουν τους Έλληνες, χρησιμοποιώντας μέσα παντός είδους, να αφήσουν τις πατρογονικές εστίες τους με τη θέλησή τους. Μην ξεχάσετε να εξασφαλίζετε, σε αυτές τις περιπτώσεις, πιστοποιητικά από τους εκτοπισμένους όπου θα δηλώνεται ότι άφησαν τα σπίτια τους με τη θέλησή τους, για να αντιμετωπίσουμε τις πολιτικές συνέπειες που θα προκύπτουν από τον εκπατρισμό τους.»
31 Ιουλίου1915. Ο Γερμανός ιερέας J. Lepsious: «Ο ι διώξεις κατά των Ελλήνων και των Αρμενίων αποτελούν δύο φάσεις ενός και μόνου σχεδίου-της εξολόθρευσης του χριστιανικού στοιχείου στη Τουρκία.».
16 Ιουλίου 1916. Ο Γερμανός πρόξενος Kuchoff από την Αμισό προς το Βερολίνο: «Ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της παραλιακής περιοχής της επαρχίας της Κασταμονής έχει εξοριστεί. Η εξορία και η εξολόθρευση στα τουρκικά είναι έννοιες ταυτόσημες, αφού όποιος δεν δολοφονηθεί είναι καταδικασμένος να πεθάνει από την πείνα ή τις αρρώστιες.».
30 Νοεμβρίου 1916. Αυστριακός πρόξενος στην Αμισό Kwiatkowski προς τον Αυστριακό Υπουργό των Εξωτερικών βαρόνο Burian: «Στις 26 Νοεμβρίου, ο Ραφέτ Μπέης μου είπε: ¨Πρέπει να τελειώνουμε με τους Έλληνες όπως κάναμε και με τους Αρμένιους…¨. Στις 28 Νοεμβρίου, ο Ραφέτ Μπέης μου είπε: ¨Σήμερα έστειλα ομάδες στο εσωτερικό για να σκοτώσουν όποιον  Έλληνα βρουν μπροστά τους. ¨Φοβάμαι ότι θα εξολοθρευτεί ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός και θα έχουμε μία επανάληψη όσων συνέβησαν πέρυσι (εννοεί την γενοκτονία των Αρμενίων).».
13 Δεκεμβρίου 1916. Γερμανός πρέσβης Kuhlman προς τον καγκελάριο Hollweg στο Βερολίνο: «Οι πρόξενοι Bergfeld στη Σαμψούντα και Schedesthn στην Κερασούντα αναφέρουν τον εκτοπισμό του ντόπιου πληθυσμού και πολλές δολοφονίες. Αιχμάλωτοι δεν κρατούνται. Τα χωριά έχουν αποτεφρωθεί. Οι ελληνικές οικογένειες προσφύγων απαρτίζονται κυρίως από γυναίκες και παιδιά που εξαναγκάζονται να προχωρούν από τις ακτές μέχρι τη Σεβάστεια. Οι ανάγκες είναι μεγάλες».
19 Δεκεμβρίου 1916. Αυστριακός πρέσβης στη Τουρκία  Pallavicini προς τη Βιέννη. Απαριθμεί τα χωριά της περιοχής της Αμισού που καίγονται ολοκληρωτικά και οι κάτοικοί της βιάζονται, δολοφονούνται ή εκδιώκονται.
20 Ιανουαρίου 1917. Αυστριακός πρέσβης Pallavicini: «Η κατάσταση για τους εκτοπισμένους είναι απελπιστική. Ο θάνατος τους περιμένει όλους. Μίλησα στο Μέγα Βεζίρη και του είπα ότι θα ήταν λυπηρό αν η εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου έπαιρνε τις ίδιες διαστάσεις και είχε την ίδια εμβέλεια με την εκδίωξη των Αρμενίων. Ο Μέγας Βεζίρης υποσχέθηκε να επηρεάσει τον Ταλάατ Μπέη και τον Εμβέρ Πασά».
31 Ιανουαρίου 1917. Αναφορά του Αυστριακού καγκελάριου Hollweg : «…Οι ενδείξεις είναι ότι οι Τούρκοι σκοπεύουν να εξολοθρεύσουν το ελληνικό στοιχείο ως εχθρικό για το κράτος, όπως έκανα νωρίτερα με τους Αρμένιους. Η στρατηγική που εφαρμόζεται από τους Τούρκους περιλαμβάνει τον εκτοπισμό των ανθρώπων προς το εσωτερικό της Τουρκίας, χωρίς όμως να λαμβάνονται μέτρα για την επιβίωσή τους, εκθέτοντας τους στον θάνατο, την πείνα και τις αρρώστιες. Τα εγκαταλειμμένα σπίτια κατόπιν λεηλατούνται και καίγονται. Όσα συνέβησαν στους Αρμένιους επαναλαμβάνονται τώρα με τους Έλληνες.».
Ο Ηλίας Βενέζης στο βιβλίο του «το νούμερο 31328»,ο ίδιος αφηγητής, κατονομάζει τη βαρβαρότητα και τα τραύματα που άφησε η Μικρασιατική καταστροφή στον ίδιο αλλά και όλους τους Έλληνες. Αποτυπώνει ο ίδιος στο βιβλίο του τη προσωπική τραυματική εμπειρία, όταν παιδί δεκαοκτώ χρονών οδηγήθηκε στα βάθη της Τουρκίας, στα τάγματα εργασίας, τα περιβόητα «αμελέ ταμπουρού». Ο ίδιος ¨στρατολογήθηκε¨ σε αυτά και συγκαταλέγεται στους ελάχιστους που επέζησαν. Κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης  που αποδεκατίζουν το εξαθλιωμένο πλήθος των σκλάβων –αιχμαλώτων, με το μαρτύριο της πείνας και της δίψας, με τις επιδημίες που τους θέριζαν, με τις εξαντλητικές πορείες ,με τους βιασμούς, οι αιχμάλωτοι αυτοί, σπάζουν πέτρες, ανοίγουν δρόμους, επισκευάζουν γέφυρες, βλέποντας έκδηλη τη διάθεση να τους εκδικηθούν. Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα :
«1922. Η Ανατολή γλυκύτατη πάντα, για σονέτο-κάτι τέτοιο. Όλα ήταν ήμερα και αβρά εκείνο το φθινόπωρο. Ο εχθρός είχε κατεβεί στη πόλη μας, το Αϊβαλί. Και στο λιμάνι είχαν αράξει βαπόρια με αμερικάνικες παντιέρες. Διαταγή: Το σάπιο εμπόρευμα –τα παιδάκια κι γυναίκες- θα μπαρκέρναν για την Ελλάδα. Μα οι άντρες, από δεκαοχτώ ίσαμε σαράντα πέντε χρονώ, θα φεύγαν για το εσωτερικό, σκλάβοι στα εργατικά τάγματα.»……
…«Οι μέρες περνούν, σβήνουν, η μία, η άλλη. Στο στρατόπεδο οι σκλάβοι πλησιάζουμε ολοένα ο ένας τον άλλον. Δε θυμούμαστε ονόματα συναμεταξύ μας, μήτε νούμερα. Μα είναι η καρδιά. Ζυμώνεται με το ίδιο αίσθημα κι απ´τα ίδια χέρια. Λαχταρούμε τα ίδια πράγματα, υποφέρνουμε τις ίδιες πίκρες. Η ζωή δε φκιάνει ποτές ίδια τα μούτρα των ανθρώπων, μετανιώνει, πολεμά να ταχτοποιήσει τη διαφορά αλλιώς.
» Τις μέρες δουλεύουμε σκληρά. Δεν υπάρχει περιθώριο για σκέψεις. Τίποτα περαστικά καστροπούλια φεύγουν κυνηγημένα σαν αστραπή. Σα βραδιάσει, πάλι τα ίδια. Το μυαλό, αν έχει ουσίες, τις χύνει στα τυραγνισμένα κορμιά, στα κόκαλα και στις φλέβες, να τονωθεί το αίμα γιατί έχασε δυνάμεις. Έτσι οι σκέψεις απορροφιούνται-για να υπάρχει μεδούλι και αίμα.
» Ολοένα τ΄αχνάρια του κόσμου ξεμακραίνουν και σβήνουν. Κάποτε δε θα θυμόμαστε πια. Ά, σίγουρα θα ΄ρθει κι αυτό. Άς έρθει! Τότες πια δε θα μένει παρά μονάχα η σκοτεινή αγάπη για τη ζωή. Θα υπάρχουμε επειδή θα υπάρχει. Τίποτα άλλο δε θα θυμίζει πως δεν είμαστε μες στους νεκρούς.»
Ο Χόρτον ισχυρίζεται ότι η Γερμανία ενέκρινε τις απελάσεις και τις σφαγές των Ελλήνων της Ανατολίας στις παραλιακές περιοχές το 1914, πιθανόν ως προετοιμασία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.  Έγγραφα αρχείων πιστοποιούν ότι η Γερμανία έφτασε να προκαλέσει, παρά την θέλησή της, τη γενοκτονία των χριστιανών, αφού πρότεινε στους ηγέτες των Νεοτούρκων να απαιτήσουν ιερό πόλεμο (τζιχάντ) στη Ευρώπη από τους μουσουλμάνους που κατοικούσαν στις χώρες της Συμμαχίας. Αντί αυτού, οι Νεότουρκοι θεώρησαν ότι ήταν μια τέλεια ευκαιρία να απαλλάξουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία  από τους χριστιανικούς πληθυσμούς μια για πάντα, με την πρόφαση του πολέμου. Ο πρέσβης των Η.Π.Α. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Χένρυ Μοργκεντάου ο Πρεσβύτερος ισχυρίζεται ότι ο Διοικητής της Αστυνομίας στην Κωνσταντινούπολη είπε σε μια από τις γραμματείς του ότι η κυβέρνηση «είχε εκδιώξει τους Έλληνες (το 1914) με τέτοια επιτυχία ώστε είχε αποφασίσει να υιοθετήσει  την ίδια τακτική και για όλους τους άλλους λαούς περιλαμβάνονταν και οι Αρμένιοι και οι Ασσύριοι.
Όπως και με τους Αρμενίους, η τουρκική κυβέρνηση είχε κατηγορήσει τους Έλληνες της Ανατολίας για απιστία προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία  και τους κατηγορούσε ακόμα ότι αδημονούσαν για την ένωση των εδαφών της Μικράς Ασίας  με την Ελλάδα. Προς απάντηση αυτών κατηγοριών, ο πρέσβης Μοργκεντάου  βεβαιώνει ότι μια τέτοια προσδοκία  «ήταν αναμενόμενη …έχοντας υποφέρει για πέντε αιώνες τις πιο ανήκουστες βιαιοπραγίες στα χέρια των Τούρκων…».
Με την εκθρόνιση του Σουλτάνου από την Εθνική Συνέλευση του Μουσταφά Κεμάλ τον Νοέμβριο του 1922, η Οθωμανική αυτοκρατορία  έπαψε να  υπάρχει. Ο Κεμάλ πέτυχε την απομάκρυνση των συμμαχικών δυνάμεων και, με τη σύναψη της Συνθήκης της Λοζάνης το 1923, ανάγκασε τους Συμμάχους να αναγνωρίσουν την κυριαρχία της Τουρκίας στη Μ. Ασία και στην Ανατολική Θράκη. Έτσι, ακυρώθηκε η Συνθήκη των Σεβρών, στην οποία είχαν αναγνωριστεί εδαφικά δικαιώματα για τους Αρμένιους και τους Κούρδους.
Η ιστορία έχει γραφτεί κάθε άλλο παρά αντικειμενικά ώστε ανάλογα με την εθνικότητα ή τα συμφέροντα του κάθε ιστορικού, τα γεγονότα έχουν παρερμηνευτεί ή εντελώς παραποιηθεί, ούτως ώστε να παρουσιάζονται διαφορετικά κατά περίπτωση και σύμφωνα με μεθοδευμένους υπολογισμούς. Έχουν αποκαλυφθεί αναρίθμητα σκάνδαλα που αφορούν στην πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης να χρηματοδοτεί αμερικανικά πανεπιστήμια,  όπως τα πανεπιστήμια Πρίνστον και Πόρτλαντ, για να εξασφαλίζεται η διδασκαλία της ιστορίας με τέτοιο τρόπο ώστε να ευνοείται η Τουρκία. Μια ιστορία που παραλείπει να αναφερθεί στις γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσύριων. Έχοντας πολλές έδρες τουρκικών σπουδών στα αμερικανικά πανεπιστήμια, η αναθεωρημένη αυτή εκδοχή των γεγονότων από την πλευρά της Τουρκίας είναι πιθανό να επηρεάσει μεγάλο τμήμα των φοιτητών της Αμερικής.
Στις 27 Οκτωβρίου 1995, το περιοδικό “The Chronicle of Higher Education”δημοσίευσε άρθρο της Amy Magaro Rubin όπου αναφερόταν ότι Αμερικανοί λόγιοι είχαν υπογράψει μια δήλωση, καταγγέλλοντας ότι η τουρκική κυβέρνηση χρησιμοποιούσε ακαδημαϊκούς στα πανεπιστήμια των Η.Π.Α.  για να διαστρεβλώνει την ιστορία της και να μην γίνεται αναφορά στην γενοκτονία των Αρμενίων. Ακολούθησε δημοσίευμα της εφημερίδας “Boston Globe” στις 25 Νοεμβρίου 1995, όπου επιβεβαιωνόταν ότι γίνονται ύποπτες δωρεές από ξένες κυβερνήσεις , γεγονός που είχε δημιουργήσει μεγάλη ανησυχία στα αμερικανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Στις 30 Νοεμβρίου 1995, άρθρο της εφημερίδας “Philadelphia  Inguirer” αναφερόταν στην ανήθικη χρήση κονδυλίων από την Τουρκία στο πανεπιστήμιο Πρίνστον. Ακολούθησε άρθρο της εφημερίδας “New York Times  στις 22 Μαΐου 1996 που ανέφερε ότι το Πρίνστον «λειτουργούσε ως βιτρίνα της τουρκικής κυβέρνησης». Την Κυριακή 30 Νοεμβρίου 1997, άρθρο στην εφημερίδα “The Los Angeles Times”ανέφερε ότι μια προσφορά ενός εκατομμυρίου δολαρίων από την τουρκική κυβέρνηση προς το πανεπιστήμιο UCLA δεν είχε γίνει αποδεκτή εξαιτίας του απόηχου του σκανδάλου στο πανεπιστήμιο Πρίνστον.
Στις 18 Αυγούστου 2000, το περιοδικό “The Chronicle of Higher Education” αποκάλυψε ότι η τουρκική κυβέρνηση είχε απειλήσει ότι θα συλλάμβανε διευθυντικά στελέχη της εταιρίας λογισμικού “Microsoft” στην Τουρκία και ότι θα απαγόρευε την κυκλοφορία των προϊόντων της, αν η εταιρία δεν άλλαζε το κείμενο που υπήρχε στις σελίδες της εγκυκλοπαίδειας “Encarta” στο διαδίκτυο για την γενοκτονία. Μετά την έγκριση ψηφίσματος για την αρμενική γενοκτονία από δυο αμερικανικές υπό – επιτροπές του Κογκρέσου, η Τουρκία απείλησε να διώξει τις αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις από την Τουρκία, να εφαρμόσει αντι – αμερικα- νικές εμπορικές κυρώσεις, να ακυρώσει κερδοφόρα συμβόλαια αγοράς αμυντικών εξοπλισμών και να πραγματοποιήσει άλλες πιο κεκαλυμμένες απειλές, στην περίπτωση που το ψήφισμα εγκρινόταν από το Κογκρέσο. Την παραμονή της ψηφοφορίας της ολομέλειας τον Οκτώβριο του 2000, ο πρόεδρος Κλίντον πίεσε το μέλος του Κογκρέσου Dennis Hastert, ρεπουμπλικάνο από την πολιτεία του Ιλινόις και εισηγητή του ψηφίσματος για την γενοκτονία των Αρμενίων, να αποσύρει την πρόταση και να μην περιληφθεί στην ημερήσια διάταξη. Ο Hastert υποχώρησε.       Ο βουλευτής του Δημοκρατικού Κόμματος Frank Pallone από την πολιτεία του Νιού Τζέρσευ κατηγόρησε την αμερικανική κυβέρνηση ότι «υπέκυψε στις απειλές της Τουρκικής κυβέρνησης κατά των Αμερικανών στρατιωτών». Το Ευρωκοινοβούλιο, η Ιταλία, το Βέλγιο και η Αργεντινή είχαν ήδη εγκρίνει παρόμοια ψηφίσματα. Τον Ιανουάριο του 2001, το Κοινοβούλιο της Γαλλίας αρνήθηκε να υποκύψει σε παρόμοιες απειλές από την Τουρκία. Ενέκρινε ομόφωνα το ψήφισμα που αναγνώριζε την σφαγή 1,500,000 Αρμενίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1915 ως γενοκτονία. Ο Πρόεδρος Ζακ Σιράκ κατόπιν επικύρωσε το ψήφισμα. Παρόλα αυτά, τον Ιανουάριο του 2001, η Βρετανία αρνήθηκε να συμπεριλάβει την αναφορά στην γενοκτονία των Αρμενίων κατά την διάρκεια εκδηλώσεων μνήμης του Ολοκαυτώματος. Η γενοκτονία του 1,500,000 Ελλήνων και Ασσυρίων δεν έχει τεθεί ως θέμα ποτέ.
Επειδή τα εμπορικά και στρατηγικά συμφέροντα στην Τουρκία επηρεάζουν ακόμα την κυβερνητική και εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, η παραχάραξη της ιστορίας, συχνά με την συνεργασία των ΜΜΕ μεγάλης εμβέλειας, έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις που δεν περιορίζονται μόνο στο θέμα της γενοκτονίας. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η παρουσίαση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως το λίκνο του πολιτισμού, αντί να παρουσιάζεται ως η δύναμη που υπέφερε το τέλος της δόξας του Βυζαντίου. Στη σύντομη αναδρομή της ιστορίας της Τουρκίας, μια εγκυκλοπαίδεια που έκανε την εμφάνισή της στο Διαδίκτυο με το όνομα “Free Concise Encyclopedia” (Δωρεάν Συνοπτική Εγκυκλοπαίδεια) δεν αναφέρει καν τους Έλληνες, Αρμένιους και Ασσύριους ως κατοίκους της Μικράς Ασίας. Αναφέρεται μόνο στους Χιττίτες και μετά στους «εισβολείς που έγιναν γνωστοί ως “θαλασσινοί”» και έφτασαν το 1200 π.χ.. Η επισκόπηση δεν αναφέρει ότι αυτοί οι «θαλασσινοί», πιθανότατα οι Έλληνες, κατοίκησαν στην Μικρά Ασία πάνω από 2,000 χρόνια πριν την εισβολή των πρώτων τουρκικών φύλων και παρέμειναν για άλλα 1,000 χρόνια μέχρι τις σφαγές και τους εκπατρισμούς το διάστημα 1914 – 1923.
Ο ισχυρισμός ότι ο Έλληνας Βυζαντινός Μητροπολίτης Μύρας, Νικόλαος – που ανακηρύχτηκε άγιος και έγινε γνωστός στη Δύση ως Σάντα Κλως – ήταν Τούρκος είναι προφανώς παράλογος. Όμως, πραγματικά ενοχλητικός και αναληθής είναι ο ισχυρισμός ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Τουρκία ήταν και παραμένουν κράτη όπου οι θρησκευτικές ελευθερίες είναι σεβαστές. Από την άλλη μεριά, η Ελλάδα και οι Έλληνες παρουσιάζονται ολοένα και πιο αρνητικά και μειωτικά στον αμερικανικό τύπο.[δείτε την ηλεκτρονική διεύθυνση στο διαδίκτυο www.ahmp.org (American Hellenic Media Project), όπου παρουσιάζονται αναρίθμητες περιπτώσεις διαστρεβλώσεων από τα ΜΜΕ και την Τουρκία].
Εξαιτίας αυτών των συστηματικών προσπαθειών διαφόρων κυβερνήσεων και ενδιαφερομένων να αποσιωπήσουν τις βαρβαρότητες της χώρας τους και να δημιουργήσουν μια πλασματική ιστορία, οι μαρτυρίες όσων επιβίωσαν καθώς και οι μαρτυρίες αυτοπτών και αντικειμενικών παρατηρητών, συμπεριλαμβανομένων και των Ευρωπαίων και των  Αμερικανών διπλωματών όπως ο Τζωρτζ Χόρτον, ο Αμερικανός πρόξενος στην επαρχία του Χαρπούτ Λέσλι Ντέιβις και ο πρέσβης Μοργκεντάου, συχνά παρέχουν τις πιο αυθεντικές και έγκυρες πηγές της αλήθειας. Όπως συνέβη με το Ολοκαύτωμα των Εβραίων, οι μαρτυρίες από πρώτο χέρι όσων επιβίωσαν από τη γενοκτονία των Ποντίων, προσφέρουν τη δυνατότητα κατανόησης των γεγονότων και έχουν δώσει στους ιστορικούς τις πιο σημαντικές τους πηγές για τη συγγραφή της ιστορίας. Η ιστορία της μητέρας της συγγραφέως Thea Halo, Σάνο,  στο βιβλίο της “ Ούτε το όνομά μου”, αποτελεί μια τέτοια μαρτυρία από πρώτο χέρι για την κόλαση που ο υπουργός των Εξωτερικών των ΗΠΑ Τσαρλς Έβανς Χιουζ απέδωσε στην «βαρβαρική απανθρωπιά των Τούρκων».
Οι θάνατοι των Αρμενίων υπολογίστηκαν σε 1.5000.000 ψυχές. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε η ελληνική κυβέρνηση σε συνεργασία με το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης- στοιχεία που δημοσιεύτηκαν και στην εφημερίδα “New York Times” στις 2 Δεκεμβρίου 1922 – από το 1,5 με 2 εκατομμύρια Ελλήνων της Μ. Ασίας (Ίωνες, Πόντιοι και Καππαδόκες), μεταξύ 750.000 και 1.000.000 σφαγιάστηκαν, ενώ οι υπόλοιποι εκπατρίστηκαν. Μονάχα οι θάνατοι των Ποντίων ανέρχονται στις 353.000 άνθρωποι. Οι Ασσύριοι, ένας ακόμα λαός που είχε κατοικήσει στη Μ .Ασία  για χιλιάδες χρόνια και είχε εκχριστιανιστεί από τν 2ο αιώνα μ.Χ., υπέστησαν και αυτοί την ολοκληρωτική σφαγή και εξορία. Το Πατριαρχείο των Ασσύριων υπολογίζει ότι ο ασσυριακός πληθυσμός της Μ.Ασίας έφτασε το 1.000.000, αριθμός που περιλάμβανε τους Ασσύριους Χαλδαίουςκαι Νεστόριους,  και ότι ο αριθμός των σφαγιασθέντων  ήταν 750.000. Ο αριθμός των σφαγιασθέντων  αντιστοιχεί στα 2/3 του συνολικού πληθυσμού των Ασσύριων σε όλο τον κόσμο. Συνολικά 3 εκατομμύρια χριστιανοί της Τουρκίας σφαγιάστηκαν, ενώ εκατομμύρια άλλοι εξορίστηκαν. Έτσι, έληξε με βάρβαρο τρόπο η ιστορία τριών χιλιάδων  χρόνων και η παρουσία τους στην Μικρά Ασία.   
Την άνοιξη   του 1920, ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (Ατατούρκ σημαίνει πατέρας των Τούρκων) διέταξε τους κατοίκους στα χωριά του Πόντο, στα Ποντιακά Όρη, να ξεκινήσουν μια πορεία θανάτου προς την εξορία τους στην έρημο της Συρίας. Εξαναγκάστηκαν να προχωρούν με κατεύθυνση το Νότο για επτά ή οκτώ μήνες, στις παγερές ορεινές περιοχές και στις άνυδρες πεδιάδες της νότιας Τουρκίας , χωρίς να ενδιαφέρεται κανένας για φαγητό ή νερό ή το κατάλυμα τους. Κατά την διάρκεια αυτών των μαρτυρικών πορειών θανάτου, αναρίθμητοι ακόμα Πόντιοι (τους φώναζαν Ρουμ στα μέρη τους) έχασαν τη ζωή τους.

Σημειώσεις: Η λέξη «πόντος» είναι αρχαιοελληνική λέξη και σημαίνει θάλασσα. Πόντιοι ονομάζονται οι «άνθρωποι της θάλασσας». Από αυτές τις λέξεις πήραν το όνομά τους οι οροσειρές και οι άνθρωποι που κατοικούσαν στα μέρη αυτά, οι Πόντιοι.


ΠΗΓΕΣ

1.       Από το βιβλίο της THEA HALO  ΟΥΤΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΜΟΥ” Γενοκτονία και επιβίωση-Μια αληθινή ιστορία του Πόντου, σε μετάφραση της Μαρίνας Φράγκου από τις ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ
2.      GEORGE HORTON :  Η ΜΑΣΤΙΓΑ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ” μετάφραση Β.Γ.ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΟΥ  εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ “ ΕΣΤΙΑΣ”
Σημ. Ο Τζωρτζ  Χόρτον υπήρξε επί τριάντα χρόνια Πρόξενος και Γενικός Πρόξενος στην Εγγύς Ανατολή

3.      Από το βιβλίο του Ηλία Βενέζη: “το νούμερο 31328 - ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ  εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ».
           

Αναγνώστες